..Εννιά με δύο..

..::Don't you love her madly?::..
Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2007
"..γιατί ειμ' αέρας που περνά.."
Περπατώ, περπατώ. Πιάνω χέρια, αφήνω δάχτυλα. Χαϊδεύω ξύλινες μπάρες, αγγίζω ποτήρια και τασάκια. Ενίοτε χορεύω. Μόνη. Έτσι είναι πιο καλά. Καμιά φορά που χρειάζομαι παρτενέρ για πολύπλοκες φιγούρες, ψάχνω στο χώρο και υπάρχει. Κι όταν δεν υπάρχει δε με νοιάζει καθόλου. Ψέμματα;
Τυλίγω μωβ κασκόλ στο λαιμό μου, κόβω τα νύχια πολύ κοντά. Αλλαγή εποχής και ο χειμώνας δεν λέει να έρθει. Στολίζω χώρους, ανάβω ελάχιστα τσιγάρα και βρέχω χείλια με βατόμουρα. Θες να με φιλήσεις;
Τα χρειαζούμενα που έλεγε κι η γιαγιά μου. Ή αύριο κλαίνε, έτσι μου έλεγε. Η μάνα μου πάλι μου έλεγε να μάθω καμιά τέχνη, τι τον θέλω τον καλλιτέχνη. Μην πιάσουμε πάλι την κουβέντα ρε φιλενάδα για τα άπλυτα στη σακκούλα και τα υπόλοιπα ψυχομπουκωτικά. Ποια άπλυτα; Τα λερωμένα τ’ άπλυτα, αυτά που δε θα σου ξαναπλύνω λέω. Ε ρε γλέντια!
Θα κλείσει βδομάδα που φυσάνε οι ανέμοι παραπάνω από το συνηθισμένο. Δεν με αντέχει κανείς. Χεχ!
Αλήθεια λέω. Υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα με όσα σου λέω τώρα, να με δίνω στεγνά. Ε και; Ξανά χεχεχ!
Περπατώ, περπατώ. Κάνω φιγούρες γύρω από τα παλιά βαγόνια. Βατόμουρα. Φίλα με ρε βλάκα!
Μηδέν. Σειρές από γραμμές, κεφάλι με φούξια χρώμα, αλλαγή εποχής και που είναι το φιλί που μου έταξες;
Ε;

Κέρκυρα, Πάτρα, Αθήνα,Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Παξοί
Περισσότερο από σένα καμιά Χριστίνα
δε με κράτησε στη γη
Περισσότερο από σένα καμιά Χριστίνα
δε με κράτησε παιδί

Ψεύτη.
μ!

Κόρε Ύδρο ακούστηκαν και σήμερα.
posted by sorry_girl @ 10:53 π.μ.   20 comments

Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2007
"Αμηχανία, πανικός κι υψοφοβία"
Ο τελευταίος συρμός αναχωρεί. Πάλι σε ψάχνω να στο πω, να σε ειδοποιήσω, να σε προλάβω μα έχεις ήδη εξαυλώσει φιγούρα και τώρα μένει μόνο ένας γκρίζος σωρός. Αυτές τις πρώτες μεγάλες ώρες θεριεύει η πίεση και μένει μόνο η παλιά σκουριασμένη στρόφιγγα να σου χάσκει στα μούτρα. Θράσος φίλε μου. Κι εσύ να την παλεύεις αλλά να μη λέει να γυρίσει χρόνια τώρα.
Κάνει δυο σβούρες στο στομάχι σου το ρακί με το μέλι. Ησύχασε σου λέω, μη μου σκιάζεσαι. Θα κοιμηθείς απόψε. Τις τελευταίες νύχτες δεν αντέχεις τίποτα πάνω σου. Ούτε κορμί, ούτε ρούχα. Μα πάντα ξυπνάς το ξημέρωμα και έχεις δυο ξεραμένες γραμμές στις άκρες των ματιών. Ανοίγεις και κοιτάς τις στέγες. Κεραμίδια, καμινάδες και κάτι περαστικά φώτα. Τούτη την ώρα είναι που έχει χάσει το δικαίωμα.
Πιες καταπραυντικά. Ό,τι βρεις. Και μην στριφογυρίζεις, πάλι ιδρωμένη θα ξυπνήσεις.
Έχω δυο κρατημένα κομμάτια σου βαθιά στο μυαλό μου. Τα ανοίγω, τα χαιδεύω. Ενίοτε τα σκοτώνω κιόλας.
Με βλέπεις;
Αλλάζω.
Πια.
Δεν με γνωρίζω.
Πια.
Και ούτε κι εγώ.
Πια.


Αγκαλιά.
Όχι.
Δύο.


Ζαλάδα, ημικρανία. Να κατεβαίνουμε εκείνη την σκάλα, να έχουμε την πόλη στα πόδια μας. Σκαρφαλώνω στο πλατύσκαλο και φοβάσαι. Σε κρατάω και μ΄αγκαλιάζεις μην πέσω.
Ξέρεις, τελικά χορταίνω αγκαλιές τελευταία.

Εγώ θα φλέγομαι
θ' ανθίζω
θα γιορτάζω
θ' ανατέλλω
Θα σε καίω
Θα καταστρέφω με τραγούδια της ψυχής σου το μπουρδέλο
Θα ανατέλλωωωωω
posted by sorry_girl @ 2:58 μ.μ.   15 comments

Παρασκευή, Ιανουαρίου 26, 2007
Teach me your song and I’ll dance for you
Ξανακάνει στροφές. Το μυαλό μου. Ψηλά, πολύ και μετά μέχρι τη μέση. Να πιαστεί από χέρια, από ώμους έλα, έλα. Παίζει κάτι ηλεκτρονικό από παλιά, όπως τότε τις Παρασκευές μετά από εσένα. Χορεύω, χορεύω μόνη και ξέρω ότι μάτια με ακυρώνουν αλλά είμαι ελεύθερη. Με την άκρη του μυαλού μου θυμάμαι ότι μου ΄λεγες πόσο μεγάλη ψευδαίσθηση είναι η ανάγκη μου για ελευθερία αλλά δε με νοιάζει, εγώ τώρα χορεύω.
Πιάσε με δεν μπορείς κράτα με δεν μπορείς σου γελάω κατάμουτρα, το θράσος μου ε;
Δεν μπορείς σου λέω, είμαι πια σταγόνα ιδρώτα που κατρακυλάει από τα γένια Σου, πέφτει στο στήθος, χαϊδεύει το στομάχι Σου περνάει παιχνιδιάρικα από τις άκρες των δαχτύλων Σου και μετά χάνεται στις μύτες από τις μπότες Σου. Τώρα που σου γράφω θα έχω κιόλας συναντήσει τα επόμενα γένια, τους επόμενους ώμους, πιάνομαι από εκεί τους γελάω κατάμουτρα, χαϊδεύω με τη γλώσσα μου τις σκληρές τους άκρες και στο δρόμο ξανά.
Ψευδαίσθηση, ανάγκη, λιγούρα για την στρογγυλάδα, απαλλάσσομαι από τα πάθη μου κάνω λάθη ωρθωγραφίας και στίξής.
Δε με νοιάζει σου λέω γελάω!
Είναι καθισμένος στο παλιό στρώμα την αγκαλιάζει από τη μέση τη φιλάει στην ελιά αρκετά αριστερά από τον αφαλό πιο πάνω από εκεί που θα κάνει βόλτες μια αράχνη κάποτε. Είναι όμορφα ανάμεσα στα χέρια του. Αλλά περνάει η ώρα και πριν ξημερώσει στο δρόμο ξανά.
Ανάλαφρη, είμαι ελαφρύς τραγούδαγες πριν χρόνια και δεν το πίστευες όπως δεν πίστευες. Τότε γιατί το τραγούδαγες σε ρώταγα. Γιατί είναι αστείο μου ΄λεγες. Και τότε σου έλεγα να λες το φαίνομαι αστείος. Και μετά πετούσα όπως τώρα.
Έλα βάλε μου κάτι γρήγορο, κάτι δυνατό, καμάρωσέ με που είμαι όμορφη όμορφη τα μαλλιά δεν φαίνομαι αγκαλιά και δρόμο ε;
Μα πριν φύγω ξανά κάτσε να πιούμε μαζί ένα τελευταίο, να σου πω μια ιστορία κι άμα θες πάμε και μια βόλτα στα παλιά στενά πριν σου πω μια καληνύχτα.
Τώρα που σου γράφω είναι βράδυ, είμαι σε ένα μικρό μπαρ από αυτά που ούτε η φιγούρα του Λου Ριντ δεν σώζει κι ο τύπος πίσω από τη μπάρα μου βάζει κι άλλη βότκα. Ο άλλος τύπος πίσω από τα γυάλινα διαχωριστικά βάζει κι άλλο τραγούδι. Κι εγώ βάζω κι άλλα χείλια στο γράμμα μου κι άλλα πόδια στο χορό μου κι άλλα χέρια στη μέση μου κι άλλα φιλιά στο λαιμό μου.
Και στο δρόμο ξανά.
Πότε θα περπατήσουμε;
posted by sorry_girl @ 1:28 μ.μ.   15 comments

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007
Ελεγεία και επικήδειος για μια αδυναμία μου
Λατρεύω τον καπνό. Αλήθεια τον λατρεύω. Η αίσθηση όταν στρίβω ένα τσιγάρο. Το σώμα του στα δάχτυλά μου. Η γεύση του. Ο καπνός που στροβιλίζεται γύρω από τα μαλλιά μου. Την διάχυση της νικοτίνης στο αίμα μου. Όλων των δηλητηρίων του στο αίμα μου. Το πως ανοίγει γλυκά και πικρά δρόμους στο μυαλό μου. Όταν πίνω την τρίτη γουλιά βότκας δίνω φιλιά στο τσιγάρο μου και θυμάμαι πάντα πως σε φιλούσα στους κροτάφους. Να πάρω τον πόνο, την ένταση, εγώ, να μην θυμάσαι εσύ, να μην υποφέρεις λεπτό. Και μετά να γυρνάω κεφάλι και να συνεχίζω την βραδιά μου. Με ή χωρίς εσένα.
Ατέλειωτα βράδια στη σειρά. Μπαρ και δρόμοι, στενά και παγκάκια. Μπύρες και τεκίλες, ούζα και τσίπουρα. Γέλια και κλάμματα. Καλοκαίρια και Δεκέμβρηδες όλα μαζί. Φωτογραφίες χρόνων και πάντα είχα τον καπνό μπροστά μου. Ή στα χέρια μου. Βλέπεις εγώ είμαι μόνη και στέκομαι όρθια. Με δεκανίκι αλλά όρθια.
Ο Μπουκόφσκι να κρατάει στο στόμα του ένα ζαρωμένο τσιγάρο, ο Ντίλον να μισοκλείνει τα μάτια του προσπαθώντας να δει μέσα από τους καπνούς. Τα βρεγμένα μου Lucky στην κωλότσεπη μετά από εκείνες τις βόλτες στη βροχή. Να παλεύω μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο της μικρής πλατείας να βγάλω γραμμή για το σπίτι σου που ήταν 200 χιλιόμετρα μακριά. Να σχηματίζω νούμερα και να ψάχνω εναγωνίως την αναπτήρα που λέγανε και οι καινούριοι μου γείτονες.
Και μετά τα πρώτα βράδια στο υπόγειο στέκι. Οι κουβέντες με την ίδια πάντα αρχή. Να μου ανάβουν το τσιγάρο. Και τα πρωινά με τον πονοκέφαλο και την άθλια γεύση, να στύβω πορτοκαλάδες για να διώξω την αδυναμία.
Λατρεύω τον καπνό. Αλήθεια. Λατρεύω και τους καπνιστές. Πάλι αλήθεια. Λατρεύω και τους άντρες που καπνίζουν. Μεγάλη αλήθεια. Η μυρωδιά τους, τα δάχτυλά τους, όλα. Όσα είναι δεμένα με τον καπνό, χρόνια τώρα.
Μια άδεια σκηνή, σκονισμένη με ένα μόνο τραπέζι. Μια γυναίκα με μακρύ μαύρο φουστάνι, χωρίς παπούτσια κάθεται στην άκρη του τραπεζιού και καπνίζει. Νωρίτερα έχει λαχανιάσει από τις στροφές στα σανίδια.
Τα δάχτυλά μου τρέχουν στα πλήκτρα όπως παλιά στα ασπρόμαυρα λακαρισμένα. Ένα τσιγάρο αφήνει σκιές πάνω τους. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Στρατιωτικά κομμένα μαλλιά, μαύρα βαμμένα μάτια και ένα τσιγάρο να κρέμεται. Χέρια φορτωμένα δαχτυλίδια και η ράντα του σουτιέν πέφτει στο πλάι.
-Να σας βγάλω εισιτήριο για τους καπνίζοντες;
-Όχι. Δηλαδή από εδώ και πέρα.. μάλλον όχι.

Αποχαιρετισμός στον λατρεμένο μου καπνό. Και Zeppelin συνοδεία. I'm gonna leave you.. θα προσπαθήσω δηλαδή.
posted by sorry_girl @ 12:17 μ.μ.   30 comments

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007
"Why they call me it I do not know, for my name was.."
Τραβάω μια γραμμή με την μύτη της μπότας μου στην σκόνη του δαπέδου. Κάτι ενοχλητικοί θόρυβοι από το βάθος του μυαλού μου. Το φιμώνω. Ακονίζω τα μαλλιά μου και παριστάνω ότι δεν υπάρχει άκρη στον κόσμο. Κοιτάζω τα χέρια μου και βλέπω σημάδια. Γερασμένος κόπος. Από αυτούς που υπάρχουν ακόμα έτσι για το γαμώτο της προσπάθειας. Του χρόνου που περνούσε χωρίς όλα να αλλάζουν, παρά μόνο μερικά.
Με φωνάζουν. Στήλες ολόκληρες τα πρόσωπα με τα κομμένα αυτιά. Σκοτάδια και μια αλλόκοτη ησυχία. Έλα, πιάσε με θα χαθώ ξανά. Και πως θα με ακούσεις χωρίς;
Εκείνες τις φορές που θεριεύει η ανάγκη. Να είμαι το κοριτσάκι σου. Και να μπορώ να αφήνω το κεφάλι μου στα χέρια σου. Ξέρω μωρέ, μην το πεις. Αφού εγώ πρώτη το πήρα από εκεί.
Έλα να μου χτυπήσεις και να κατέβω όπως είμαι, με τη φόρμα και το κοντομάνικο κι ένα μαύρο παλτό από πάνω. Μόνο τα τσιγάρα μου και δυο καφέδες για το δρόμο να θυμηθούμε. Να κατεβάσεις ουρανό και να απλώνω χέρια στον ήλιο.
Οι δρόμοι. Ποιος χτυπάει; Είχα μήνες να σε δω. Χωρίς ειρμό γίνεσαι στόχος. Σε λίγο θα έρθει ο άστεγος να διεκδικήσει το παγκάκι του. Σήκω λοιπόν. Πάρε τα πόδια σου και κάνε αυτό που σου ΄ρχεται αυθόρμητα : Περπάτα. Κι αν σε τραβάει το τσιμέντο αγνόησέ το. Και την ναυτία. Φτιάχτηκες γι΄αυτό.
Κοίτα με. Δεν υπάρχω.
posted by sorry_girl @ 2:22 μ.μ.   18 comments

Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007
"Σαν τις φλόγες του αναπτήρα που κάψανε το σκηνικό.."
Ξαναγυρνάω. Είμαι σίγουρη, θα είσαι πάλι δικός μου. Το μαύρο μας. Όλα ασθενούσαν γύρω μας. Σαν τίποτα να μην ήταν αρκετό, πέρα από μας, έξω από μας. Το λεωφορείο φτάνει στην γριά πόλη, χάνομαι μες στο μυαλό μου, ώρες πορείας, μα πως βρέθηκα έξω από το σπίτι σου; Σου χτυπάω, άνοιξε μου, είμαι εγώ, ο φιλαράκος σου, ο σύντροφος, η ερωμένη σου, θυμάσαι; Τις πρώτες εκείνες ώρες που ακούσαμε τα πρωινά σκουπιδιάρικα, μόλις που χάραζε, κρατούσαμε τσιγάρα και θυμιάτιζες το κορμί μου, η μέση μου ανάμεσα στα χέρια σου, τα πόδια μου μπερδεμένα στα δικά σου. Με ρώτησες αν σ’ αγαπάω μωρέ καθόλου. Άκουσα τον θόρυβο και νομίζω ότι είπα ναι. Σκέτο ναι. Δεν ήταν κάτι άλλο, παρά το σχήμα του δώρου σου στα χέρια μου. Ο όφις και το κρίνο με αφιέρωση από τον πρίγκηπά μου, μια ολόκληρη σελίδα στο άλλο μου όνομα, τι ιδιοτροπία κι αυτή να μη με λες με το κανονικό μου ποτέ παρά μόνο όταν ήσουνα θυμωμένος. Ο πύργος ήταν από τότε υποθηκευμένος και εσύ τόσο μακρινά δικός μου. Περπατάς όμορφα, με καμάρωσες και σου χαμογελούσα θρυμματισμένα, πως μπορούσα να σου πω την αλήθεια. Και τώρα χτυπάω την πόρτα σου, βλέπω μέσα από το λερωμένο σου τζάμι, η ηλίθια τρύπα σου είναι άδεια. Σπρώχνω την πόρτα και ανοίγει, μα ποιος πέθανε εδώ; Άδειο, άδειο, μόνο κάτι τσαλακωμένες φωτογραφίες με γυρισμένες άκρες, είμαι εγώ και εσύ στα ασπρόμαυρα με ζωγραφισμένα μάτια και μαλλιά ανακατεμένα, μόνο κάτι μάσκες ξεβαμμένες και μια σημαία του Νότου σκισμένη στα τρία και το παλιό ψυγείο με τα δυο ορφανά ποτήρια “σαν να πίνουμε μαζί”. Γυρνάω στο χώρο, τόσο λίγα τετραγωνικά πως γίνεται να μη σε βλέπω, μπαίνω μες στο μπάνιο και θυμάμαι, βλέπω τα σημάδια στους τοίχους, τον καθρέφτη μισό, το δίπλωμα δυο κορμιών στα πλακάκια να σε σηκώνω και να ξαναπέφτεις, ”σήκω μωρό μου, δεν φεύγω, δεν σταματάω, ζωή χωρίς εσένα;”
Οι τοίχοι είναι βαμμένοι, παράδοξο σε τόση εγκατάλειψη μα που είσαι γιατί δεν είσαι εδώ, ακόμα ψάχνω και πια δίνω φιλιά σου στόμα της παράνοιας, ναι την θυμάμαι, από παλιά, βλέπεις τίποτα δεν ξέχασα, ούτε την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει μες στην νύχτα, ούτε τα μπουκάλια να σπάνε στους τοίχους ούτε τίποτα ούτε όλα.
Δρόμοι και πλατείες, στενά και άσφαλτος, ρόδες.
Τώρα κατάλαβες γιατί θα ξανατυλίξω τα πόδια στην μέση του, αλλά ποτέ δεν θα τα μπλέξω με τα δικά του;
Με μια ανάσα. Σαν τη δική σου στο αυτί της. Ψυχή μου.
posted by sorry_girl @ 2:48 μ.μ.   12 comments

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007
"Baby.Please don't cry.."
Πρωί. Λίγη ψύχρα. Περπατώ και ζεσταίνομαι. Βγάζω μπουφάν. Στέκομαι στο πέτρινο πεζούλι για να στρίψω τσιγάρο. Με το δεκανίκι στο στόμα προχωρώ. Παρατηρώ τριγύρω. Γυναίκες με ζαρωμένα στους αστραγάλους καλσόν. Άντρες με ορατή μυρωδιά νεύρωσης. Που χάθηκες; Έστριψα σε λάθος στενό. Θα σε ξαναβρώ όπως στο είχα πει. Κι αν δεν με γνωρίσεις δεν θα με νοιάξει καθόλου. Είναι από αυτούς τους διαλόγους που στήνω στο μυαλό μου. Από αυτές τις μουσικές που ακούω μονίμως με τον ήχο χαμηλωμένο. Ανεπάρκεια χρόνου, κόπου και υγρών. Μια παράξενη εικόνα, σαν θαμπή, σαν μισή, σαν ολόκληρη. Τοκ τοκ. Ποιος είναι;
Τώρα πες. Πες τα μου όλα. Κι αν τα ήξερα ήδη τι πειράζει;
Δεν είναι τίποτα. Μόνο πλησιάζουν οι μέρες που θα σε αγγίξουν μαλακά στον ώμο. Θα σε γυρίσουν προς το μέρος τους και θα αντικρύσεις ξανά όσα άφησες πίσω. Και άδεια. Άδειος. Γεννημένος ξανά. Έτοιμος.
Λόγια, κουβέντες και τραγούδια. Μισά βλέμματα και κρυφοί φόβοι.
Ανέβα στη σκηνή. Χρόνια ολόκληρα στην σκαλίζω. Και το ξέρω πως λίγο πριν κάνεις το βήμα εγώ θα έχω κλείσει την πόρτα πίσω μου. Ηλίθια κούραση θα μου ‘χει κόψει τα γόνατα. Δεν θα έχω άλλη αντοχή. Είναι η δική μου μαυροντυμένη φιγούρα. Που τα βράδια έρχεται, με ξυπνάει και με καθίζει απέναντί της να τα πούμε. Με ρωτάει αν την σκεφτόμουνα καθόλου και μόλις βλέπει τα μάτια μου να γεμίζουν, με χαϊδεύει απαλά στους κροτάφους. Και μου λέει πάντα τα ίδια. Πως δεν είμαι εγώ για φωλιές και θα ΄πρεπε πια να το ξέρω.
Τέτοιες ώρες θα ξυπνάς, θα ντύνεσαι, θα φιλάς το κεφάλι που όλη νύχτα ανέπνεε δίπλα σου και θα παίρνεις το δρόμο σου. Και λίγο πριν κλείσεις την πόρτα πίσω σου, θα κοιτάς φευγαλέα το σημάδι στον τοίχο.
“Και γιατί δεν μου το είπες; Τώρα τι λες; Προλαβαίνω;”

Πρωί. Λίγη ψύχρα. Καλημέρα σου είπα μωρό μου;
Πόσο λυπάμαι που δεν σε γνώρισα, αλήθεια..

I can't seem to find the right lie
Insanity's horse adorns the sky
Can't seem to find the right lie
Carnival dogs consume the lines
Can't see your face in my mind
won't need your picture
Until we say goodbye

Doors και I can't see your face in my mind..
posted by sorry_girl @ 1:31 μ.μ.   16 comments

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2007
"Together we stand, divided we fall"
Σειρές από ασπρόμαυρα πλακάκια, ραγισμένα τόπους – τόπους. Με σημάδια σκουριάς οι παλιές βρύσες. Μοναχικές σταγόνες ορίζουν τον χρόνο με αραιή αλλά αδιάκοπη ροή. Ο καθρέφτης είναι σκονισμένος. Τον καθαρίζει ίσα για να δει τον εαυτό του ολόκληρο. Και βλέπει. Ένα κεφάλι με αραιωμένα ξανθά μαλλιά. Ένα πρόσωπο στρογγυλό με ρυτίδες στις άκρες των χειλιών. Κάτι μάτια που χάσανε χιλιάδες χρόνια πριν την στρογγυλάδα τους. Είναι κουρασμένο. Ένα πλάσμα ταλαιπωρημένο. Έχει έρθει η ώρα του. Την προηγούμενη νύχτα αποχαιρέτησε τους ομοίους του. Πάνω στο βουνό, κρυμμένοι όλοι τους σε ρίζες ξεραμένων θάμνων ρουφήξαν τις τελευταίες σταγόνες. Μετά κίνησε για την τελευταία πτήση πάνω από την πόλη. Πάνω από τα φώτα και ίσια μέσα στα σύννεφα. Αποχαιρέτησε δρόμους και γωνιές. Δεν αισθανόταν λύπη. Ήταν φοβερά κουρασμένο.
Όλα αυτά τα χρόνια, σειρές από χαμένες ψυχές. Άλλες τις διάλεγε αυτό, άλλες τις άφηνε για τον σκοτεινό του αδερφό. Δεν χρειαζόταν να τον καλέσει. Το αόρατο σκοινί που τους έδενε τον ειδοποιούσε αυτό. Με ένα ενοχλητικό τράβηγμα. Μια διαπεραστική μυρωδιά, αψιά σαν μανιτάρι. Και ο αδερφός του ήταν δίπλα του. Τον κοιτούσε με μάτια σκούρα, αντιπαραβολή στο δικό του απαλό είδωλο. Έπιανε την χαμένη ψυχή από το χέρι και χανόταν στον ουρανό. Λυπόταν όταν συνέβαινε αυτό. Εκείνο τις ταξίδευε προς την Ανατολή, τις αγκάλιαζε. Είχαν πολλά κοινά με τον σκοτεινό του αδερφό. Αλλά όλα αντίθετα, καθρέφτης γυαλισμένος με αιχμηρές γωνίες.
Έσκυψε το γερασμένο κεφάλι του. Ο νιπτήρας με το ραγισμένο μάρμαρο σαν να του μιλούσε. Κοίταξε γύρω του. Το παλιό σπίτι που τον φιλοξενούσε τα τελευταία χρόνια – σε όρους ανθρώπινους ισοδυναμούσαν με μέρες, έτριζε στον αέρα. Το πάτωμα, ξύλινο και μεριές – μεριές φαγωμένο από σκώρο βογκούσε απαλά. Όλα θρηνούσαν γύρω του. Μα αυτός δεν ένιωθε λύπη. Ήταν κουρασμένος.
Περίμενε να έρθει η ώρα. Να νιώσει το τέντωμα του σχοινιού, την μυρωδιά.
Οι σταγόνες έπεφταν αργά, ανακατωμένες με σκουριά. Θυμήθηκε την μόνη ψυχή που τον ακολούθησε θελημένα. Τα μαλλιά της, μακριά και παράξενα πως ανέμιζαν καθώς πετούσαν ανατολικά. Αφηρημένα, σκούπισε τα χέρια του στα μάτια του. Αν ήταν ανθρώπινο πλάσμα θα είχε δάκρυα εκεί. Μα δεν ήταν.
Ένιωσε το τέντωμα. Σηκώθηκε όρθιος και αντίκρισε τον σκοτεινό του αδερφό. Τον πήρε από το χέρι και σταθήκαν μπροστά στον μισά ξεσκονισμένο καθρέφτη. Το σκοτεινό του μισό καθάρισε και την δική του πλευρά.
Άπλωσαν ταυτόχρονα τα χέρια τους μπροστά. Δύο εγχειρίδια με αστραφτερές λάμες υλοποιήθηκαν ταυτόχρονα στις χαραγμένες τους παλάμες.
Γύρισε και ξεκίνησε να κόβει την ρίζα του σκοτεινού αδερφού του. Αίμα σκούρο, κίτρινη χολή και μυρωδιά μήλων, μανιταριών χωμένων βαθιά στο δάσος. Δεν μπορούσε να δει ή να μυρίσει τον εαυτό του. Μα φανταζόταν πως στο τέλος, στο βάθος γινόντουσαν ίδιοι.
Πονούσαν και ο πόνος ήταν πιο έντονος όσο τελείωναν με την μια ρίζα και ξεκινούσαν την άλλη. Σφίγγαν τα δόντια και συνεχίζαν. Το σπίτι γύρω τους, οι τοίχοι, το ξύλινο πάτωμα, τα ασπρόμαυρα πλακάκια συντονιζόντουσαν σε μια ψαλμωδία. Οι άνθρωποι θα νιώθαν απλά έναν δυνατό άνεμο πάνω από την πόλη.
Μόνο ο καθρέφτης έστεκε ασάλευτος. Και έδειχνε ξεδιάντροπα τα δυο πλάσματα να κόβουν τα φτερά τους. Κάτι μακριά, κιτρινισμένα λευκά φτερά, με άκρες ξεφτισμένες. Όταν έπεσαν στο πάτωμα γίνανε σκόνη. Και τα δυο μισά του ίδιου έκπτωτου αγγέλου, καταδικασμένα σε αιώνια συλλογή χαμένων ψυχών αναστέναξαν χωρίς ήχο. Ελεύθερα. Άγγελοι πια. Ένα πια.

Ο τίτλος είναι δανεισμένος από το "Hey you" των Floyd.
posted by sorry_girl @ 10:50 π.μ.   22 comments

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007
Στοιχειωμένη ιστορία ή αλλιώς φόνοι και αποχωρισμοί
Ήταν λέει βράδυ Κυριακής. Στο ταβερνείο με τα κρεμασμένα όργανα στους τοίχους- κέρασμα στους πελάτες να παίζουν ό,τι θέλουν οι ίδιοι. Λίγες παρέες, ακόμα πιο λίγα ζευγάρια. Περισσότεροι μόνοι τους. Ολόκληρα μόνοι τους. Ο ιδιοκτήτης δεν προλάβαινε να βγάζει μισόκιλα λευκό και κόκκινο. Φαγητό μόνο δεν του ζητούσαν. Παράξενο πράγμα και αυτό το αποψινό. Λες και κανείς δεν θέλει να φάει. Μόνο να πιει. Στο γωνιακό τραπέζι κάθονται δύο άντρες και μια γυναίκα. Εδώ και ώρα πίνουν και αφήνουν ανέγγιχτους τους ορφανούς μεζέδες. Δε μιλάνε. Ο ένας έχει κάτι φευγαλέα σημάδια στην άκρη των ματιών, ο άλλος στα χείλια και η τρίτη στα χέρια. Χωρίζονται μα δεν το ξέρουν.
-Να παίξω τίποτα ρε παιδιά;
-Παίξε ρε φίλε.
Εκείνη απλά τον κοιτάει. Εξάλλου ξέρει τι θέλει να ακούσει.
Ξεκρεμάει την κιθάρα και χαϊδεύει τις πρώτες χορδές.
“Τυχαία δήθεν αν την δεις”
“Ότι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου”
Αυτό είναι αυτό που θέλει να ακούσει. Σηκώνεται αγκαλιάζει με τα μάτια το χώρο, με τα χέρια το ποτήρι. Βάζει παλτό και μαζεύει τσιγάρα και κλειδιά.
-Τον φόνο που αναλογεί στον καθένα μας, εγώ τον έκανα. Καληνύχτα.
Την βλέπουν να απομακρύνεται. Στην θέση της συστρέφεται ένα σκούρο, γυαλιστερό και ολοζώντανο περίστροφο.
Ο ιδιοκτήτης ανατρίχιασε όταν πληρώσαν και φύγαν οι δύο άντρες. Σαν να μην ήταν αρκετά ορατοί. Και κρατούσε και ο ένας ένα παράξενο πράγμα, σαν φίδι, σαν μικρή βαλίτσα. Σκούρο ,γυαλιστερό και ολοζώντανο. Όταν πέρασε αρκετή ώρα, πλησίασε και άγγιξε την κιθάρα που κράτησε αυτός με τις απαίσιες ουλές στα χείλια.
Ο μικρός του μαγαζιού όταν άνοιξε το πρωί βρήκε τον ιδιοκτήτη με μαστιγωμένο θανάσιμα κορμί. Οι ειδικοί είπανε πως ήταν ατύχημα. Οι χορδές της κιθάρας σπάσανε μία-μία.
posted by sorry_girl @ 10:47 π.μ.   22 comments

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007
"Oh then I' so sorry father.."
Νύχτα. Νύχτα τη νύχτα. Χαράζει. Κρύο. Κάτι εργάτες ανάβουν φωτιά έξω από την οικοδομή. Κατεβαίνω το δρόμο. Δεν φόρεσα κάτι ζεστό από πάνω. Που πάω; Δεν έχει σημασία, προχώρα. Τους βλέπω να ζεσταίνουν τα χέρια τους. Μυρίζει καμμένο λάστιχο σαν κι αυτά που έκαιγαν γύρω από τις σκηνές να μην πλησιάζει τίποτα. Με την άκρη του ματιού πιάνω περαστικές σκόνες να αιωρούνται. Ψάχνω τσέπες. Προσπερνώ χαρτιά διπλωμένα, ταυτότητα, στυλό. Βρίσκω τσιγάρα. Είμαι πάλι 17 χρονών. Κόβω τα μαλλιά μου κοντά, να μείνει μόνο ένας πόντος δεξιά και μια τούφα αριστερά. Τα υπόλοιπα όρθια. Ξαναμικραίνω και γελάω λιγότερο. Πάλι δανείζομαι αγκαλιές, παλεύω να πείσω για επιστροφές και ποτέ δεν γίνονται δεκτές. Σιγοψιθυρίζω κάτι για τους ερωτευμένους σχιζοφρενείς, για ακροβάτες και μηχανές που σέρνουν τη νύχτα. Νύχτα τη νύχτα. Ο δρόμος ισιώνει, μακραίνει. Ήταν λέει. Η συνάντηση στην γωνία όπως τόσα χρόνια. Πίσω μου με σταυρώνουν να πάνε όλα καλά. Και δεν έχω καν την αντοχή να πω ότι δεν έχει σημασία πως θα πάνε. Αρκεί να πάνε. Εγώ το ξέρω, εγώ το έχω λύσει, εγώ το πιστεύω. Πως θα πάω βόρεια, γιατί ο Νότος δεν μου πάει. Δεν αντέχω τη ζέστη ρε φίλε. Ακούς έτσι; Κάτσε να δεις τι γινότανε. Θυμάσαι τότε που είχες φέρει εκείνη την σακούλα από την Ξάνθη; Και καθόμασταν βράδυ μέσα στ’ αμάξι με τα παράθυρα σφαλιστά; Πως γελάγαμε; Σαν να μην υπήρχε περίπτωση να ξημερώσει. Ρε συ δεν χώραγα. Ούτε τότε, ούτε τώρα.
Πολύ πρωί, τρένο για Μοναστηράκι. Δουλειά μέχρι το μεσημέρι και μετά μπύρες στους Διόσκουρους μέχρι που σουρούπωνε. Κάτι κουβέντες για ηχογράφηση θυμάσαι; Δεν είχε τόσο κόσμο τότε. Ήταν πιο ήρεμες αυτές οι γειτονιές. Μέσα στου Ψυρρή υπήρχαν μόνο κάτι μικρές βιοτεχνίες, μαγαζιά με φτηνά χαρτιά, αποθήκες και πουτάνες. Κάτι γερασμένες πουτάνες με ένα τσιγάρο μόνιμη προέκταση της νύστας τους. Κι όταν γυρνούσα φορτωμένη με κέρναγε τυρόπιτα και καφέ. Καμάρωνε που με είχε μαζί του, στο μαγαζί. Που με αγκαλιάζανε οι μεταφορείς, οι σιδεράδες, οι οδηγοί. “Η κόρη μου ρε, είδες πόσο μου μοιάζει;” Και όλοι μου χαϊδεύανε το μάγουλο και κλείνανε το μάτι. Αν του πηγαίναν κόντρα θα τους έσκιζε στο τάβλι και δεν έλεγε να πληρώνουν όλο αυτοί. Όταν μεγάλωσα με κέρναγε μπύρες. Και καμάρωνε. ”Η κόρη μου ρε, είδες πόσο μεγάλωσε; Κούκλα είναι και έχει και μυαλό εε; Πρώτη μαθήτρια είναι”. Όταν σε είδε για πρώτη φορά, ήταν εκεί στο ίδιο μαγαζί. Μπήκε και συννέφιασε. Κατάλαβε. Σου έδωσε το χέρι να σε μετρήσει κι από τότε σε μέτραγε λειψό. Λίγο. “ Τι έγινε αλλάξατε μαλλιά με την κόρη μου ρε, ανάποδα τα ‘χετε ο ένας μακριά η άλλη κοντά!” Περάσαν τα χρόνια έφυγα από το σπίτι. Και τα καλοκαίρια που γύρναγα κατέβαινα να δουλέψω και πια μου έδινε τσιγάρα από τα δικά του. “Έλα πάρε τώρα τσιγαράκι, που δεν βλέπει η μάνα σου και πες μου πέρασες κανα μάθημα ή όλο στα μπαρ είσαι; Κάτσε έρχεται ο Χρήστος ο μεταφορέας. Έχασε την γυναίκα του στο είπα;
-Να ρε, η κόρη μου είδες είναι και φοιτήτρια τώρα.”

Ακόμα εκεί είμαι μπαμπά. Μόνο που δεν βλέπει κανείς. Και σου κλείνω το μάτι, σε κερνάω ένα τσιγάρο από τα δικά μου και κάτσε να δούμε μπάλα.
posted by sorry_girl @ 2:58 μ.μ.   18 comments

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007
"Σε μια πλακόστρωτη γωνιά, βρες τε μου, βρες τε ένα μπαρ"
Έψαχνα να βρω κάτι να πω. Να γεμίσω την κουβέντα. Γιατί η σιωπή είναι γεμάτη από μόνη της. “Φαίνομαι αστείος, γίνομαι αστείος”. Πάλι κλαίω τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Και γελάω τις ανάρμοστες. Μα τι κακό να μην συντονίζεις κορμί. Να φοράς εσώρουχα στο κεφάλι και να χορεύεις. Το έχεις δοκιμάσει ποτέ; Είμαι σίγουρη πως όχι. Μα αν δεν μπορώ να γελάσω με εμένα με ποιόν θα γελάσω; Γι’ αυτό σου λέω. Τις ώρες τις αστείες είμαι μεγάλο νούμερο. Και μ’ αρέσει καλέ…μ’ αρέσει πολύ.
Ενδοσκόπηση. Από πολύ νωρίς πονοκέφαλος. Ήταν πριν τα ξημερώματα που με ξύπνησε. “Έι ξύπνα, μην θαρρείς πως σε ξέχασα. Ξανάρθα”
Σηκώθηκα, άναψα τα φωτάκια και έστριψα ένα τσιγάρο. Πήρα την γνωστή θέση με τα γόνατα διπλωμένα και το κάπνισα μέχρι τέλους. Μετά άνοιξα τα παράθυρα. Έβαλα Cave να παίζει σιγά. “And anyway I told the truth and I ‘m not afraid to dιe”
Εντάξει λοιπόν. Αυτό δεν το φοβάσαι.
Afraid to shoot strangers ωστόσο;
Ο αυχένας μου διαμαρτύρεται. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Θα περάσει.
Τι λέγαμε; Α ναι πόσο αστείος αντέχει να γίνει κανείς.
Αν το σκεφτείς σε ένα τρίτο επίπεδο όλα αστεία είναι. Ακόμα και οι αυπνίες. Πως ποτέ δεν θα ξανακοιμηθώ καλά στη ζωή μου και δεν με ενοχλεί. Το συνήθισα κι αυτό. Οι αυπνίες, οι πονοκέφαλοι, οι ξαφνικές πτώσεις και τα τρελά γέλια είναι δικά μου. Όπως και κάτι ηλίθιες γκρίνιες. Κάτι κουραστικά παράπονα. “Mην πίνεις τόσο κοπέλα μου δεν κάνει, δεν είναι ωραίο μια γυναίκα να πίνει πολύ”. Τι άλλο; Α ναι. Και κάτι παράπονα, κάτι άλματα στη σκέψη, κάτι συνειρμοί που κανείς δεν ακολουθεί και μετά τα παίρνω που δεν με καταλαβαίνει. Νεύρα τις πιο άκυρες ώρες και αυτοκαταστροφές.

Βρες τε μου, βρες τε ένα παιδί
να 'ν' η καρδιά του ωκεανή
και ξεριζώστε του τα μάτια δίχως λύπη
βγάλτε τα μάτια του γιατί
δεν τα χρειάζεται να δει
αυτή την πόλη το χτικιό
που όλοι σε τρώνε ζωντανό

Αυτό κανονικά γράφτηκε για μια άλλη πόλη, αυτήν του Βερολίνου. Τώρα εμένα μου κάνει και για τούτη εδώ την πόλη που είναι όμορφη μόνο τα βράδια.
Έμεινα ξάγρυπνη μέχρι που ξημέρωσε. Και μετά πλύθηκα, έβαψα τα νύχια των ποδιών μου και βγήκα. Είναι παράξενο πως οι ώρες της αγρύπνιας στοιχειώνουν τις μέρες μου. Αλλά χωρίς να πονάει. Μουντά, σαν ανάμνηση παιδικών χρόνων. Καμιά φορά σκέφτομαι πως χωρίς αυτούς τους κραδασμούς θα περιφερόμουνα απλώς.
Τις ώρες που θεριεύει ο πονοκέφαλος, το μυαλό μου βγαίνει από το κεφάλι μου. Κάνει βόλτες στο ταβάνι, μιλάει με την αράχνη και θυμάται ιστορίες. Σήμερα μου είπανε οτι έχω χαμηλή πίεση. Και εγώ τους γέλασα. Ε αστείο δεν είναι;
Παλεύω τον ίδιο καφέ από το πρωί. Παλεύω τις ίδιες σκέψεις από το πρωί. Το παρόν κείμενο δεν έχει κανένα νόημα.
Θα καεί μόνο του.
posted by sorry_girl @ 2:20 μ.μ.   17 comments

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007
Ίσως φταίνε τα φεγγάρια
Χαρτιά, σωροί και κάψα αρρωστιάρικη. Πυρετός ή καταπιεσμένα κίνητρα; Στο δρόμο ρε. Φύγε, πέτα μην κοιτάς. Κάθομαι με τα πόδια μαζεμένα στο λαιμό. Προσποιούμαι ότι παίζω. “Εσύ τι θες να κάνεις τελικά;” Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Έχω ανάγκη να κάνω πολλά. Να γυρίσω κάπου που να το λέω σπίτι. Όχι άλλο την λύση του Χεμινγουει, όχι άλλο τα γραπτά του Μπουκόφσκι. Φεγγάρια πράσινα σαν μαντήλια, θυμάσαι; Το ’γραφες στους τοίχους σου και καμάρωνα που με στόλιζες να με βλέπεις κοκκινοφορεμένη δίπλα στην έξοδο. Κι ας είχε απαγορευτικά παντού, κι ας ήταν τα κάγκελα ψηλά, σαν εκείνα που φωτογράφιζα θολά εκείνη την νύχτα στο Μεταξουργείο. Οι γειτονιές του κέντρου, οι τελευταίες γουλιές της βότκας που πικραίνει το λεμόνι, το τρένο για πάνω, το λεωφορείο για κάτω, η συναυλία με την σφιχτή αγκαλιά του αγνώστου- γροθιά στους σεκιουριτάδες της φύλαξης, σε νιώθω, μη μου φοβάσαι.
Δεν γίνεται ρε. Να μη φοβάμαι. Στο διάολο, τι μ’ έπιασε σήμερα;
Να σε βλέπω να γελάς. Δεν το ‘χω συνηθίσει. Παρά πιάνω και ξύνω τις άκρες των δακτύλων στον ίδιο κόκκινο τοίχο να βγάλουν ουσία. Την βαθύτερη σημασία ρε καταλαβαίνεις; Αυτή που κρύβεται εκεί που σε κοιτάω.
Ξάπλωσε στο στομάχι μου κι άσε με να σου πιέζω τους κροτάφους. Να φύγει η ένταση, να φύγει η πίκρα, το λαχάνιασμα. Κοιμήσου αν θες. Μόνο που αν ξυπνήσεις εγώ δεν θα είμαι εκεί. Θα σηκωθείς, θα ανάψεις τσιγάρο και όταν αναλογιστείς που είμαι πες του μυαλού σου να το βουλώσει. Δεν έχει σχέση με αυτό ούτως ή άλλως.
Κλείνω την πόρτα πίσω μου και τραβάω το σύρτη. Κάνω πάλι το ίδιο κόλπο με τις πατούσες να κρατάνε αντίσταση. Απαγορεύω εισβολές. Παίρνω ανάσες με παρέα, πολλές, πολλές και αρχίζω να πετάω. Ψηλά. Στο ταβάνι αιωρούμαι. Σε μια γωνιά. Περιμένω να μου μιλήσει. Κι όταν θα αρχίσει να μιλάει θα βγάλω τον σκασμό και θα την ακούσω. Κι αυτή τη φορά δεν θα την ακυρώσω μετά.
Μπερδεύονται στο μυαλό μου κομμάτια, εικόνες. Ο Καζαντζάκης στο “όφις και κρίνο”. Οι τελευταίες σελίδες του. Ο Cave να τραγουδάει τις τελευταίες στροφές του “Where the wild roses grow” . Παράξενο μα πραγματεύονται το ίδιο θέμα. Ή εμένα μου φαίνεται το ίδιο. Έρωτες και θάνατοι. Εφηβεία που δεν τελειώνει;
Μα μιλάει;
Σςςςς.. άκου την.
Γυρνάω το κεφάλι και αφουγκράζομαι..


Είναι η ώρα μου.
Τεντώνω πόδια, γυρνάω κεφάλι στο πλάι.
Κοίτα με.
Είμαι όμορφη.
Δυνατή.
Άκου με.
Είμαι εύκολη.
Και παράξενη.
Ο εγωισμός μου με διατηρεί.
Αιώνες τώρα.
Μη θαρρείς πως θ’ αλλάξεις.
Κατέβα τώρα από κει, φόρα τα καλά σου νύχια και βγες στον κόσμο.


Σαν να ξυπνάω γρήγορα. Και να φοράω κάλτσες. Ζέστη. Κάψα αρρωστιάρικη.
Στο διάολο.
Όπου και να με γυρίσεις θυμάμαι.

Καινούριο τραγουδάκι στη λίστα για ακρόαση.
Love will tear us apart.
Ε;
posted by sorry_girl @ 1:29 μ.μ.   16 comments

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2007
"Σε προσκυνώ και σ’ αφήνω μόνη σου."*
Γελάω τρελά. Με δανεικό τίτλο ή καλύτερα κλεμμένο. Περιμένω. Αναμένω. Ανυπομονώ. Όλα τα α στερητικά είναι. Λίγη πρωινή παράνοια, λίγοι παραπάνω άνεμοι από το συνηθισμένο. Θα μπορούσε να συνεχιστεί για ώρες. Πες μου ό,τι θες. Όχι αλήθεια. Ανάβω τσιγάρα με τρίμματα καπνού, πίνω μικρές γουλιές κρύου καφέ. Χαιδεύω βιολέ μαλλιά και πιάνω αφηρημένα πρόσωπο. Χαζεύω έξω από το τζάμι. Έναν άντρα που περπατάει μαζεμένα, μια γυναίκα που γέρνει από το βάρος βαλίτσας. Συσσωρευμένη ενέργεια. Κάπως, κάπου, πότε; Είχα ένα τζην καμπάνα αγορασμένο από την αθώα μου πλευρά. Ένα μαύρο δερμάτινο με παραμάνες χαρισμένο από τον αγαπημένο μου ξάδερφο. Στις τσέπες του είχε κάτι παλιά Rizla. Ο Άσιμος τραγουδάει με φωνή άλλου πως “έψαξα πολύ για να το πω σε σένα κι έχανα πολύτιμο καιρό”. Ή αλλού πως “ίσως να ξανάρθεις όταν θα ΄χω πια χαθεί”. Όχι δεν μελαγχολώ. Χαμογελάω ρε, δεν με βλέπεις;
Αδυνατώ, αδυνατώ, αδυναμία; Σκέφτομαι πως. Γιατί δεν σταματώ ποτέ; Μικροί, μικροί θάνατοι. Σε λέρωσα; Δεν το ‘ θελα. Κράτα με φίλε. Κράτα με σου λέω. Δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου. Και κρέμονται άχρηστα. Τώρα τραγουδάει ο αρχηγός. “Cause she ‘s nobody baby now”
Λάστιχα ανοιγμένα με μαχαίρι από τα παλιά, που πια τα πουλάνε μόνο σαν αναμνηστικά. Αναμνήσεις μιας εποχής που αυτός με τα γένια της κάνει μνημόσυνα. Έφτιαξα ένα μικρό κουτί. Διάφανο με μαύρο καπάκι. Και χώρεσα μέσα του εισιτήρια, βότσαλα, καπάκια μπύρας και μικρά χαρτάκια. Μετά πήρα κόκκινο τούλι και έντυσα το κρεβάτι. Έστησα σκοινιά και στόλισα φωτάκια. Έκατσα στην παλιά μου καρέκλα και άναψα όλες τις αφές μου. Σε θυμήθηκα όπως δεν σε είχα δει ποτέ. Ακόμα;
Γρήγορα, γρήγορα να προλάβω, όλα αυτά που αλλάζουν και δεν με περιμένουν, τα κύματα, πότε γίνανε 40 και τελικά κι αυτό ψέμμα ήτανε ή μάλλον μισή αλήθεια ε;
Στιγμές, στιγμές, όλα στιγμές σου το λέω ξανά γιατί δεν με πιστεύεις, μυρωδιές και ζωώδη ένστικτα, σκέτη χημεία ρε συ.


-Kοπελιά να σου δώσω τίποτα;
-Να βγάλω τη νύχτα;
-Μπαα το επόμενο μισάωρο..
“Χάρτινο τσίρκο μόλις σε βρίσκω γέλια σκεπάζουν..”
Ανήμερα Πρωτοχρονιά, διάδρομος και κρύο, τα ποτά ποτέ δεν είναι αρκετά, χορεύω κάτι από Joy Division μόνη μου και γελάω, γελάω τρελά.
Η κάμερα τραβάει τους δυο τους. Σκαλώνει πόδια γύρω του, σκαρφαλώνει μέχρι τη μέση του. Όταν πέφτουν εκείνος είναι πάντα ψηλά. Και την κρίσιμη στιγμή του σφίγγει το κεφάλι, του το κρατάει ακίνητο. Τον θολώνει. Την αδειάζει.
Αυτό μωρό μου, είναι ο έρωτας.
“Αυτό που οι σκύλοι βαφτίσαν αγάπη”
Ή
“Όλα τελικά ξαναγυρνάν σε εμάς”

Σήμερα όλη μέρα ακούω στο κεφάλι μου φωνές.
Τινάζομαι.
Και βγάζω νύχια στο μεσημέρι.


*Με μισείς ή με λατρεύεις;
Άλλη μια ρακή ψημμένη από την Αμοργό παρακαλώ..
posted by sorry_girl @ 1:46 μ.μ.   12 comments

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007
Άντε και καλή τύχη μάγκες..
Κάπως έχει μια αναπνοή. Με λίγο δυσκολία αλλά την έχει. Έχει έναρξη. Η καινούρια ζωή σου ντε.. αυτή που περίμενες. Ε ήρθε. Πάρτην τώρα και πέσε με τα μούτρα. Με τα δάχτυλα φάτην. Λαίμαργα, ανυπόμονα, μέχρι να ξεράσεις. Είναι όλη δική σου. Όχι ότι δεν θα προσπαθήσουν να στην αρπάξουν. Κοράκια σωρό. Σαν το μάτσο ξελιγωμένους πίσω από κάποιον που έτυχε να σκύψει ξεβράκωτος.
Τι λέγαμε; Α ναι, ότι ξεκινάει η καινούρια μας ζωή. Λίγο θαμπή από τις λάμψεις περαστικών χριστουγεννιάτικων φώτων. Λίγο κρύα από τις άκρες κόκκινης γούνας που δεν έφτασε να καλύψει τα πάντα. Λίγη φαίνεται. Αλλά μπορεί και να απλώσει στην πορεία. Θυμάσαι τότε που περπατούσαμε ώρες ατέλειωτες νότια; Σοκάκια μικρά και αυλές πνιγμένες στο νυχτολούλουδο, στο γιασεμί. Έκοβες μικρά κομμάτια και μου τα ’δινες. Και μιλούσαμε. Χαιρετούσαμε περαστικούς κι άλλους σαν εμάς.
Αν ήσουνα τώρα εδώ θα σε ρωτούσα. Γιατί οι δικές σου οι απαντήσεις μιλούσανε μια γλώσσα που καταλάβαινα. Τουλάχιστον πριν έρθει η χρονιά του τράγου, πριν πάψεις να μου γελάς, πριν φύγεις και πριν και πριν.
Θα σε ρωτούσα φιλαράκι. Πώς γίνεται να διπλώσεις την νύχτα στα δυο, πως γίνεται τα μπογιατισμένα σύννεφα να βγάλουν κεραυνούς, πως γίνεται πάντα να διαλέγω τον δύσκολο δρόμο, πως γίνεται να ξέρω ότι θα στραπατσάρω φτερά και προφυλακτήρες και να ορμάω κυνηγώντας τελικές. Πως γίνεται να φοράω μαύρη καμπαρντίνα και πάντα κάπου να την ξεχνάω. Να βρέχει και να στέκομαι εκεί που λίγα λεπτά πριν υπήρχε στέγαστρο. Πως σταματάς τον πονοκέφαλο και που έχει τις καλύτερες σιωπές της πόλης.
Νέα ζωή φιλαράκι. Σε νιώθω να μου γελάς από μακριά.
Κι εγώ μωρέ.. όλες τις ώρες θυμάσαι;
Τώρα δοκιμάζω ένα χαμόγελο. Δεν κάθεται ίσια στον καθρέφτη μου αλλά δεν είναι και στο χέρι του.
“Κάτσε λίγο ακόμα. Μη φεύγεις. Κάτσε έχω και τις καλές μου ψευδαισθήσεις να σε κεράσω.
Πρέπει να πας για δουλειά ρε μωρό μου αύριο.
Γάμησέ τη τη δουλειά. Εγώ είμαι καλλιτέχνης.”

Δεν είναι που δεν θέλω. Είναι που βαρέθηκα να με κερνάνε και τελευταία στιγμή να το παίρνουν πίσω.


Θέλω εκείνη την ώρα να με κοιτάς στα μάτια και να μου το λες. Πες το μου..

Numb και Cherry το πρώτο κείμενο της χρονιάς για σας. Επειδή το ζητήσατε. Και δεν το παίρνω πίσω. Κι ας είναι στραπατσαρισμένο.
posted by sorry_girl @ 11:15 π.μ.   16 comments

© 2006 ..Εννιά με δύο.. | Blogger Templates by Gecko & Fly.
No part of the content or the blog may be reproduced without permission.
Learn how to Make Money Online at GeckoandFly
First Aid and Health Information at Medical Health

 
 
eXTReMe Tracker

Web This Blog
About Me


Name: Sorry girl
Home: Athens, Greece
About Me: "Δεν την πιστεύω απ'το Άργος τη γενιά σας , Λίβυες μοιάζετε δεν μοιάζετε ντόπιες , ο Νείλος μόνο θα έβγαζε παρόμοιες . Ή μοιάζετε με Κύπρισσες που χάραξε καλός τεχνίτης . Ή με Ινδές , στα σύνορα της Αραπιάς , όπως ακούω - που σελώνουν για αλόγατα καμήλες . Κι αν είχατε τόξα θα σας παρομοίαζα με τις αβάτευτες και αντροφόνες Αμαζόνες." Αισχύλου "Ικέτιδες"
See my complete profile

Previous Post
Archives
Links
Ιστορίες της πόλης. Που είναι όμορφη μόνο τα βράδια.