..Εννιά με δύο..

..::Don't you love her madly?::..
Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007
Η γκρι σκιά
Ναι συμφωνώ κάποιες μέρες δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να γράφεις στο μυαλό σου. Και κάποιες νύχτες ακόμα. Δεν έχεις τα εργαλεία μόνο αρχίζεις να σιγομουρμουράς σκόρπιες κουβέντες. Σπάνια με ακούς όταν αρχίζω να μιλάω. Θαρρείς πως δεν είναι για τα αυτιά σου τα πιο εσωτερικά μου λόγια. Ήξερα κάποτε έναν άνθρωπο που πέρασε μήνες κλεισμένος μέσα στην άθλια τρύπα του. Που έλιωνε αλκοόλ στο μυαλό του για να μπορέσει να γράψει. Που όταν δεν του βγαίνανε πια λόγια σε χαρτιά έκοβε τον εαυτό του για να κάνει πραγματεία πάνω στο αίμα και τις συνέπειές του. Και αυτός ο άνθρωπος με σκιάζει ακόμα. Και τον θυμάμαι ακόμα.
Μια σκιά είναι όλα ρε. Μια αχνή γκρίζα σκιά, στο τέλος της. Κι εσύ τώρα μου λες πως σώζεται πια, πως με λίγη βοήθεια από τους ειδικούς θα σταματήσει όλο αυτό και θα είναι όλα εντάξει. Ξέρεις δεν θα είναι. Γιατί αν κάνεις πως πιάνεις αυτή την σκιά θα ‘ρθει και θα σ’ αγγίξει εκείνη πριν προλάβεις να τραβηχτείς. Και όπως συμβαίνει συνήθως θα εγκυμονήσεις τότε. Το μη έγκαιρο τράβηγμα συνήθως αυτό το αποτέλεσμα έχει. Και θα φέρεις στο φως, δίπλα σου, μισό μέσα, μισό έξω σου το πιο απροσδιόριστο παιδί του κόσμου. Και αυτό το παιδί δεν φεύγει από κοντά σου πια. Μένει σκαλισμένο στο δέρμα σου, δίπλα στις χαρακιές του χρόνου.
Οπότε πες μου, μπορείς; Αντέχεις να μην αγγίξεις την σκιά;

Σήμερα, την ώρα που θα αγγίζουν εσωτερικά το λαιμό σου οι πρώτες σταγόνες της φωτιάς να με θυμηθείς. Όπως σε κοιτούσα την ώρα που τέλειωνες.

Και τώρα ας περάσουν και αυτές οι λέξεις στην ανυπαρξία..
posted by sorry_girl @ 1:55 μ.μ.   11 comments

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007
Waiting for Godot
Πιάνω να γράψω. Και τώρα τελευταία θέλω μόνο με κόκκινο. Να γράφω. Και να βλέπω. Κι αν μπορούσα να δω την αύρα μου θα ήθελα να ήταν κόκκινη. Ένας στρόβιλος μαυροκόκκινος στην άκρη του μυαλού μου. Όπως εκείνος στο κατάστρωμα που έρχεται ξαφνικά απ’ τα ανοιχτά και βρέχει τους ανυποψίαστους. Μα σήμερα θαρρώ πως θέλει θράσος για να καμώνεσαι τον ανυποψίαστο. Θέλω να πω, πως γίνεται;
Αυτή η συνήθεια των χρόνων που κρατάει τους ανθρώπους κοντά. Και ενώ δεν έχουν πια τίποτα να πουν, προτιμούν να μένουν κοντά και φυσικά όχι δίπλα. Κι ας γνωρίζουν όλοι αυτοί που τους δένει το αίμα πως είναι τρελό αυτό. Κι ας χαράζουν και την δική τους πορεία πια με βάση την έλλειψη. Και το χειρότερο είναι πως αυτή η γνώση είναι τόσο αρχαία, τόσο βαθιά θαμμένη που είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις πόσο μπορεί να σε κατευθύνει.
Μου λες πως είμαι μάτια μου πόλη μενεξεδένια και πως αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ και δύο σκόρπια κομμάτια στίχων τριγυρνάνε στα δόντια μου. Πιάνω να γράψω λοιπόν. Χωρίς την πραγματική ανάγκη. Απαλλαγμένη από ύπνο βαθύ. Τώρα τελευταία παλεύω τραγουδάκια να πω. Να γράψω στιχάκια. Απλά. Και βγαίνουν. Και χαίρομαι.
Βλέπω τον ίδιο κόσμο κάθε μέρα. Και ανατριχιάζω με τις κρυμμένες νευρώσεις. Σε θυμάμαι να σκίζεις μικρές- μικρές λωρίδες χαρτί. Με έπιανε ένας φοβερός τρόμος στην θέα του σωρού που ψήλωνε στα πλάγια του γραφείου σου. Τώρα απέναντί μου κάθεται μία που αισθάνεται πως όταν βλέπει συνδετήρα, μια εσωτερική φωνή της λέει να τον σπάσει. Καμιά φορά σκέφτομαι πως αν κάθε πρωί μας ταΐζανε λαξατόλ ο κόσμος θα ήταν πιο ευχάριστος μετά. Και με πιάνει ένα απίστευτο γέλιο.
Και μετά ξαναδιαβάζω Μπέκετ. Και απορώ που κάθε φορά αναρωτιέμαι μήπως αυτή είναι η φορά που θα έρθει τελικά ο Γκοντό. Και όταν βλέπω τι έγραψε στον τάφο του ο Μπουκόφσκι με πιάνει περισσότερο γέλιο. Don’t try. Απλό δεν είναι;
Μα είναι ξεκαρδιστικό..


Estragon: What about hanging ourselves?
Vladimir: Hmm. It'd give us an erection.
Estragon: (highly excited). An erection!
Vladimir: With all that follows. Where it falls mandrakes grow. That's why they shriek when you pull them up. Did you not know that?
Estragon: Let's hang ourselves immediately!
posted by sorry_girl @ 10:42 π.μ.   9 comments

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007
Με φωτιά και με μαχαίρι μόνο ο κόσμος προχωρεί και καληνύχτα Κεμάλ
Μα τι κόκκινη οργή κρύβεται πίσω, μα τι κόκκινη και τυφλή. Μια ζωή να περιμένεις από τον πολιτισμό να λύσει και να φτάνει μια απότομη στροφή να βρεις πως η ένοπλη βία είναι κάτι τελικά. Εποχή καμμένη, εκπρόσωποι καμμένοι, άνθρωποι κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους. Και ούτε αυτόν δεν μπορούν να αλλάξουν. Ναι είναι καιρός για μια αλλαγή μα πιάστηκε η μέση μου να σκύβω απ’ τη γωνία να την δω να έρχεται. Και οι δρόμοι θαμμένοι σε κίτρινη σκόνη, γύρη που θα ξεπλυθεί από την πρώτη δυνατή βροχή χωρίς να αφήσει ούτε καν γονιμοποίηση πίσω της. Με κούρασαν τα λόγια, με κούρασε η βολεμένη μοναξιά, με κούρασε η βρώμα της μιζέριας σε άπλυτα μυαλά. Βαρέθηκα να σηκώνω τηλέφωνα, να ρωτάω πως είσαι και να σε ακούω να απαντάς “ε καλά μωρέ τα ίδια”. Καλύτερα να μου ‘λεγες σκατά ,αλήθεια σου λέω πιο έντιμο είναι.
Πέρασε ο καιρός που κατέβαινα στο δρόμο και σοβαρά νόμιζα πως όλα αυτά τελειώσαν. Μα να που δεν έγινε έτσι. Θα έπρεπε να υπάρχει μόνο μια αστυνομία. Μιζέριας και βλακείας. Να μαζέψει όλους αυτούς που σέρνουν το κορμί τους σε ηλίθιες εξόδους, μαλακισμένες κουβέντες και άστοχα κουτσομπολιά. Θεωρίες, θεωρίες να δεις φίλε μου. Και ούτε μια ματιά πιο κει, να δεις πόσο μπορεί να υποφέρει ο κόσμος. Σαν να λες σε κάποιον που πάσχει από καρκίνο “κι εγώ ρε συ έχω μια δυσκοιλιότητα τελευταία”. Και αυτοί που σκέφτονται έστω και ένα επίπεδο παραπάνω, δηλαδή κατατάσσουν τον εαυτό τους στην συνομωταξία του ευαισθήτου αναλώνονται σε μικρότητες απίστευτου βάθους. Μόνο εκεί έχουν βάθος γιατί οτιδήποτε άλλο βρίσκει βράχο εγωισμού και διαλύεται.
Ανίκανοι να νιώσουμε, ικανοί μόνο να γκρινιάζουμε σιωπηλά. Κι αυτό το σιωπηλά είναι που με δαιμονίζει. Ή βγάλε τον σκασμό ή κάνε κάτι να αλλάξεις αυτό που σε ορίζει. Όσο μπορούμε ρε, όσο μπορούμε.
Δεν χωράει ρε. Δεν χωράει άλλο.
Η ζωή είναι εκεί έξω. Κατάλαβες;
Κι αν όχι πέσε ξανά για ύπνο.
posted by sorry_girl @ 9:40 π.μ.   22 comments

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007
Κριστιάνια
Οι χίπις δεν υπάρχουν πια

Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΝΤΖΟΥ

Η Κριστιάνια, η αυτοδιαχειριζόμενη «Ελεύθερη Πολιτεία» της Κοπεγχάγης, όπου κάποιοι ακόμη επιμένουν να ανεμίζουν το πνεύμα του Μάη του '68, μετράει τις τελευταίες της ημέρες. Την προηγούμενη εβδομάδα 200 αστυνομικοί συνέλαβαν 100 κατοίκους της Κριστιάνια, και οι υπόλοιποι πρέπει σύντομα να την εγκαταλείψουν.Η κυβέρνηση της Δανίας είναι αποφασισμένη να τελειώνει με το πιο ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα της χώρας, παραχωρώντας μεγάλες εκτάσεις της συνοικίας σε εταιρείες οικιστικής ανάπτυξης και καλώντας τους κατοίκους της την 1η Ιανουαρίου του 2006 να έχουν αποκηρύξει τις ουτοπικές τους αντιλήψεις και να παραδώσουν όσα σπίτια χρειαστεί να απαλλοτριωθούν. Για του λόγου το αληθές έστειλε την προηγούμενη εβδομάδα 200 αστυνομικούς για να απομακρύνουν τους πολίτες από το «Λιβάδι της Ειρήνης», όπως λέγεται το σημείο όπου έχουν εγκατασταθεί τροχόσπιτα, συλλαμβάνοντας περισσότερους από 100 πολίτες. Ολα ξεκίνησαν στις 26 Σεπτεμβρίου του 1971, όταν ομάδες νέων κατέλαβαν τις εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις μιας παλιάς στρατιωτικής βάσης και η Κριστιάνια μεταμορφώθηκε στον τόπο όπου η χίπικη ψυχεδέλεια συνάντησε μερικά από τα πολιτικά οράματα του Μάη.Αυτό που πολλοί παρουσίαζαν ως παράδεισο παραισθησιογόνων και σεξουαλικής ελευθερίας ήταν κυρίως ένα πείραμα αντικουλτούρας που κατέληξε σε μια αυτόνομη κοινότητα χωρίς ατομική ιδιοκτησία, διοικητικές, φορολογικές και αστυνομικές αρχές. Μια κοινότητα όπου τα πάντα αποφασίζονται από το Συμβούλιο των Πολιτών, με ομοφωνία. Με τα χρόνια η Κριστιάνια δεν ήταν πια το παιχνίδι λίγων φρικιών. Οι κάτοικοί της έκαναν χάπενινγκ κατά του ΝΑΤΟ, οργάνωναν «Τα Χριστούγεννα των Φτωχών» όπου ντυμένοι Αη Βασίληδες έπαιρναν δώρα από τα καταστήματα και τα μοίραζαν στους άστεγους, αυτοδιαχειρίζονταν σχολεία, κέντρα υγείας και επιχειρήσεις και τηρούσαν ευλαβικά 4 απαγορεύσεις ικανές να αποβάλουν τον παραβάτη από την κοινότητα: όχι σε βαριά ναρκωτικά, όπλα, βία, ιδιοκτησία.Η Κριστιάνια αναδείχθηκε σε αντιπρόταση με τόσο ισχυρές πολιτικές προεκτάσεις ώστε το 1987 η κυβέρνηση την αναγνώρισε ως κοινωνικό πείραμα και το '89 παραχώρησε στους κατοίκους δικαίωμα χρήσης της γης, όχι όμως και κτήσης της.Αυτό ακριβώς καταργεί η νέα νομοθεσία με το επικερδέστατο οικιστικό σχέδιο που προβλέπει απαλλοτρίωση πολλών σπιτιών και ιδιωτικοποίηση σημαντικών εκτάσεων της Κριστιάνια. Οι κάτοικοι δεν θα έχουν λόγο πλέον για το ποιοι θα εγκατασταθούν στην «πόλη» τους, αφού οι νέοι ιδιοκτήτες αυτοδίκαια θα μετακομίσουν εκεί αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία και το σύστημα αυτοδιαχείρισης. Οι 800 κάτοικοι που απέμειναν στα 34 εκτάρια της Κριστιάνια συνεχίζουν να κυκλοφορούν με χειροποίητα ποδήλατα (τα αυτοκίνητα απαγορεύονται), να γεύονται χορτοφαγικά εδέσματα, να καπνίζουν χασίς, να χρησιμοποιούν φυσικά φάρμακα και καλλυντικά, να ανακυκλώνουν τα πάντα.Ο χρόνος λες και σταμάτησε γι' αυτήν. Αλλά όχι και για τα παιδιά των λουλουδιών, που μεσήλικες πια βίωσαν το ξεθώριασμα της ουτοπίας -πριν τη χαριστική βολή- απ' την κυβέρνηση όταν πολλά από τα δικά τους παιδιά εγκατέλειψαν τη γειτονιά για να πάνε να συναντήσουν τον πραγματικό κόσμο.


ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 25/09/2005
posted by sorry_girl @ 11:50 π.μ.   12 comments

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007
Kαι ξανά εννιά και ουχί εφτά
Εφτά ταινίες ε; Αυτός που νομίζει το ζήτησε.Όπως είχε ζητήσει η σπείρα ένα κείμενο με συγκεκριμένες λέξεις. Είχα πει πως δεν θα γράψω ξανά τίποτα αλυσιδωτό. Τα πράγματα είναι λίγο παράξενα τώρα τελευταία. Όμως θα το παλέψω λίγο ακόμα, λέω.
Τώρα σύμφωνα με την συνήθειά μου θα πρέπει να γράψω εννιά αλλά θα δείξει. Ούτως ή άλλως η πορεία της λίστας είναι δικό της θέμα. Ποτέ δεν κατάφερα να κατευθύνω αυτά που γράφω, μόνα τους καταλήγουν εκεί που θέλουν.
Να γράψω λοιπόν την Θέλμα και Λουίζ. Όχι γιατί είναι η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Μπραντ Πιτ (κουτά! μα τι νομίσατε;), αλλά γιατί είναι από τις λίγες αμερικανιές που δεν έχουν χάπι (ταβόρ-λεξοτανίλ-υπνοστεντόν) εντ! Ειδικά την σκηνή που ξεκινάνε μέσα στο Τι-μπερντ την λατρεύω. Καλά και για να δικαιώσω την φήμη μου περί αίματος, σπέρματος και ιδρώτα (μη γελάσει κανείς κάποιος, κάποτε, με είχε βάλει link έτσι!) και η σκηνή που κάνουν σεξ σπάζοντας ταυτόχρονα το μισό δωμάτιο, η Ντέιβις με τον Πιτ αλλά και η σκηνή που η Σάραντον σκοτώνει στο πάρκινγκ τον επίδοξο βιαστή της Ντέιβις.
Δεύτερη γράφω την Κριστίν. Από τα λίγα βιβλία του Κινγκ που μου αρέσει η μεταφορά τους σε οθόνη. Και για τη μουσική της και για το εκπληκτικό αμάξι που λυσσάει από έρωτα για τον ιδιοκτήτη του και τρώει όποιον μπαίνει στη μέση. Και το Κριστίν δεν είναι πολύ ωραίο όνομα; (αστειάκι εσωτερικής κατανάλωσης!) Η Κριστίν είναι το σύμβολο του απελπισμένου έρωτα που καταλήγει μανία και καταστροφή.
Τρίτη χμμ… μάλλον θα έπρεπε να γράψω το Τέλος εποχής. Για την μουσική, την φωτογραφία του και τις σκιές μιας Αθήνας που αμυδρά πια εντοπίζεις. Ακόμα και ο σταθμός του Θησείου που ήταν ένα άκρως μυστηριακό μέρος, πλέον δεν αναγνωρίζεται. Και για τα λόγια του Ιονέσκο.
Και μια και έπιασα τις ελληνικές σειρά έχει η Παραγγελιά. Για όλα της. Και κυρίως για την Γώγου στην αρχή της ταινίας που ξεβάφεται και κάπου στην μέση που φωνάζει “ η ζωή μας είναι σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα.. ”
Το Fight Club. Γιατί λατρεύω την γρηγοράδα και τα άλματά του. Και η Μάρλα θα μπορούσε να ήμουνα εγώ. Και γιατί άλλαξε μια ολόκληρη εποχή.
Το Reservoir dogs. Κυρίως για τον Mr Blonde και γιατί δεν θα ξεχάσω ποτέ τις ατάκες στην αρχή περί φιλοδωρήματος. Χεχεχε! I don’t tip λέμε!
Και την Φωλιά του Κούκου. Για την τελευταία σκηνή. Και για το βλέμμα του Νίκολσον μετά το ηλεκτροσόκ.
Και φυσικά σιγά μην ήτανε μόνο εφτά. Δυο μαζεμένες, στο τέλος και χωρίς πολλές εξηγήσεις. Το Sin City και η Νεκρή Νύφη. Γιατί γουστάρω τα καταραμένα παραμύθια. Ε καλά και για τον Μίκι Ρουρκ και τη φωνή του Ντεπ αντίστοιχα.. κλείνω ματάκι!

Το κείμενο ετούτο διανθιζόταν από κάτι υπέροχες φωτογραφίες, για παράδειγμα μία με τον Mr Blonde να ρωτάει "are you gonna bark all day little doggie, or are you gonna bite?", αλλά μας έφαγε κάποιος guard.
posted by sorry_girl @ 2:13 μ.μ.   11 comments

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007
Ένας άρρωστος μυαλός μου είπε πως έχω μια τραγικότητα στο βλέμμα.
Εν δυνάμει ναι.
Να βάλω το ίδιο μαύρο δερμάτινο, να κάνω βόλτα στους δρόμους στο κέντρο μόλις νυχτώσει. Να ξαναπεράσω από την Αίτνα, να δω τον Δημήτρη, να μου βάλει την ενισχυμένη του βότκα και λίγα τραγουδάκια. Cave, Simone και Τρύπες. Εκείνο που λέει πως υγραίνουμε την βραδυνή μας πλάνη. Η Καλλιδρομίου είναι τόσο όμορφη το βράδυ.
Δεν κουράστηκα να περπατώ ακόμη. Ούτε να αλλάζω. Έχω μελωδίες στο στόμα και μια μικρή ύπαρξη πιο πάνω από τα πόδια. Την αγγίζω φευγαλέα. Κι έχω και χρώματα, χρώματα σου λέω, πολλά χρώματα. Τόσα ώστε να σε ζωγραφίσω όταν θα ’ρθεις.
Κι έναν ήρωα στο μυαλό μου. Όχι πρίγκηπα. Ήρωα. Από αυτούς που ξεπεράσαν τα κάρβουνα τούτης της γενιάς. Γιατί φωτιές, ποτέ της δεν είχε. Μόνο κάρβουνα κι αυτά προς την ανυπαρξία τους.
Διαβάζω το μήνυμά σου.
Μου λες πως το δάκρυνο απόσταγμα ξεπλένει.
Και γράφω συνέχεια αυτό που δεν θα σου στείλω.
Σου λέω πως τα χέρια μου μπορούν να σε ξεπλύνουν.
Αλλά η σκόνη του δρόμου μάτια μου, θα είναι πάντα εκεί. Στις κόχες των βλεφάρων σου, στις χαρακιές των χεριών σου.
Και δεν πειράζει καθόλου.
Θα αναστηθείς τούτο το Πάσχα;
Άμα δεν χάσω το μυαλό πως θα βρω την καρδιά σου μάτια μου;
Μου χαραμίζεσαι και στο τσιγάρο μας πάνω θα στο πω.
Μετά, θα σε πάρω αγκαλιά.
posted by sorry_girl @ 12:54 μ.μ.   21 comments

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007
Do you see what I see, dear?
Να σου τραγουδήσω λίγο να μου γελάσεις παρανοϊκά να με κρατήσεις αγκαλιά πριν ξημερώσει να σε δω να κλωτσάς το αμάξι που πάλι δεν παίρνει μπρος να μου θυμώνεις που γελάω να μεθύσεις και να σε κρατάω γερά να ζαλιστώ και να μου κρατάς τα μαλλιά πίσω να τσακωθούμε στο τηλέφωνο και να μη σου μιλάω πια να αρρωστήσεις και με το ανάποδο της παλάμης μου να δω μήπως έχεις πυρετό να κλάψω στην πιο ηλίθια σκηνή και να με κοροϊδέψεις να δοκιμάζω πάντα μπουκιές από το πιάτο σου και να μην τρώω το δικό μου να με βγάλεις φωτογραφίες ασπρόμαυρη να μου χαϊδέψεις την μέση όταν δεν σε βλέπω και να τρομάξω να σε υπερασπιστώ στους φίλους μου να με παρουσιάσεις στους δικούς σου να γράφουμε μαζί μεθυσμένοι να τρώμε σοκολάτα Ίον και να πίνουμε κόκκινο κρασί Σαντορίνης να σε μυρίζω στον αυχένα να ψευδίζεις το “ψυχή μου” να φωνάζω ότι σ’ αγαπάω στην θάλασσα να κοιμηθούμε στη σκηνή ιδρωμένοι να με πας βόλτα βράδυ στα στενά να σου δείξω το αίμα μου να βρέξω τα δάχτυλά μου στο δικό σου να πάμε στην κηδεία και να κοντεύεις να μου σπάσεις το μπράτσο από την απόγνωση να απλωθείς στην αυλή στον ήλιο Αύγουστος και να μου γκρινιάζεις που διαβάζω βλακείες και ασεβώ στο καλοκαίρι να σε στήσω στην γέφυρα του παλιού σταθμού και μετά να μη μου μιλάς εσύ να με κοιτάξεις ένα βράδυ Σεπτέμβρη παγωμένα όλα σου τα υγρά



Και χρόνια μετά αφού έχουμε πεθάνει να κάνω βόλτες έξω από το σπίτι σου και να κορνάρω.
posted by sorry_girl @ 1:49 μ.μ.   17 comments

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007
κρεβάτι, καλειδοσκόπιο, βούτυρο, τράπουλα, κύμα
“Και στη θάλασσα να ρίξω το κρεβάτι μου”, τραγουδάει η φωνή της ίσια, μέσα στο μυαλό μου. Και είναι αργά, σχεδόν ξημέρωμα όταν γυρνάω σπίτι. Έχει πάρει να αλλάζει χρώμα το φως, έχει πάρει να βαραίνει το δεξί μου βλέφαρο. Και ήθελα να αλλάξω πορεία, αλήθεια στο λέω. Να πάρω τον δρόμο του βουνού, να βγω στην θάλασσα. Πόσα χρόνια πες μου, έχεις να δεις την θάλασσα ξημέρωμα; Να βγάλεις τα παπούτσια σου κι ας είναι χειμώνας, να πετάξεις κάλτσες να γεμίσουν άμμο και να στριφογυρίσεις αστράγαλο εκεί που εξαλείφεται το κύμα; Να βυθίσεις δάχτυλα στην πιο υγρή μου νύχτα; Εκεί που παίρνει να φωτίζει. Έλα, άσε με, μην με κρατάς θέλω να χορέψω!
Το σπίτι ήταν δίπλα στην μαύρη άμμο. Και δεν έμενε κανείς εκεί στις ζέστες. Αν κοιτούσες μέσα από το τζάμι έβλεπες ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και ένα πανεράκι με ψωμί, βούτυρο και αλάτι. Αλάτι χοντρό σαν αυτό που κράταγε η γιαγιά μου στο γυάλινο βάζο. Δεν κοιτούσες πιο προσεκτικά και δεν έβλεπες τις ψόφιες μύγες, ούτε το μουχλιασμένο ψωμί. Ούτε την μια καρέκλα που ξαπλωμένη στο βρώμικο πάτωμα μαρτυρούσε την απώλεια. Μετά αναστέναζες σιγανά και ξαναγυρνούσες στην θάλασσα.
Πως την λέγανε εκείνη την παραλία που τρέχαμε όταν είχα έρθει να σε βρω; Εκείνη που συναντήσαμε αρκετά πιο πάνω από την Άρτα; Εκείνη που ξαπλώσαμε δίπλα στις χαμηλές θίνες και μου είπες πως θες να τα αλλάξεις όλα και να κρατήσεις μόνο εμένα;
Πες, πόσο όμορφα είναι τα μάτια μου;
Χαρτιά τράπουλας φτιάχνουν ένα καλειδοσκόπιο αλλαγών. Το κοιτάζω, το βλέπω και παίζω μ’ αυτό. Την τρέλα φίλε, την τρέλα που σαλεύει τις κουρτίνες αχνά, αυτή την τρέλα ψάξε. Κι αν με δεις να χορεύω είναι που ακούω Joy Division στο σκοτάδι και κοινωνώ το αίμα της αλλαγής.
posted by sorry_girl @ 11:51 π.μ.   19 comments

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007
Στην πλατεία μέχρι που σκοτείνιασε
Είσαι η έμπνευσή μου, σου είπα. Και με κοιτούσες με δυο μάτια μεγάλα. Ευθεία. Γέλασα και δεν σου εξήγησα. Ήθελα να σου πω ακόμα πως τα χέρια σου με προκαλούν να τα χαϊδεύω. Με μαντήλια να στα καθαρίζω από τα αίματα. Σκληρές οι άκρες σου, χαρτογραφημένες εκτάσεις, γρατζουνιές που κλείσαν με οινόπνευμα. Τα χωράφια στα έφτιαξαν έτσι; Νομίζω πως ναι. Και το περίεργο είναι πως με αφήνεις. Να στα ψάχνω, να οικειοποιούμαι το αριστερό σου πόδι. Σε διατάξαν να με αγγίξεις και είπες πως στερούμαι αφής στο δεξί και πιο κοντινό σε σένα χέρι. Και δεν βλέπετε, τους είπες, πως κρατάει τσιγάρο και ποτήρι με τσίπουρο εκεί; Δεν μπορώ να την αγγίξω, είναι φωτιά και υγρή αναθυμίαση.
Στην πλατεία από το μεσημέρι, μέχρι που σκοτείνιασε. Και τόλμησα να στο πω. Είσαι η έμπνευσή μου. Ο νέος αγωγός μου.
Αυτά ψέλλιζα χτες και άκουγα διαλόγους. Ερωτήσεις.
-Μας παρατηρείς;
-Μου δίνετε υλικό, γενναιόδωρα.
-Τελείωσε αυτό ρε, πες στην κοπέλα να φέρει απ’ τ’ άλλο, του Παντελή.
-Ξέρεις, μου είσαι οικείος αλλά δεν ξέρω από πού.
-Και οι άλλοι γευσιγνώστες ήτανε.
-Μην ανησυχείς μάτια μου, όλοι γνωστοί είμαστε εδώ.
-Έλα γεια μας.
-Ποτέ δεν λες η μοίρα πως σε αδίκησε μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε
-Μπράβο ρε κοριτσάκι καιρό είχα να σ’ ακούσω να τραγουδάς.
-Πως είναι το Παρίσι τον Μάρτιο;
-Κρύο αλλά ήλιος.
-Ρε σεις ρίξτε καμιά μαζική κατάρα να φύγουν πια τα ελικόπτερα από πάνω.
-Έλα; Ναι σ’ ακούω.. χαμός στο κέντρο έτσι;
-Τι γίνεται;
-Χτες άκουγα Purple και..
-Έρχονται οι Sabbath το Μάιο. Πάμε;
-Λέω να κατέβω στην πορεία.
-Μαλάκα γέρασες πια και ούτε λίγη βαζελίνη δεν κουβαλάς μαζί.
-Την κουβαλάω αλλά γι’ άλλους λόγους. Ρε μη γελάτε ρε, βάλτε να πιούμε!
-Τίποτα δεν πάει χαμένο στην χαμένη σου ζωή το όνειρό σου ανασαίνω και το κάθε σου γιατί.
-Μήπως σε βαραίνει το πόδι μου;
-Όχι τα μάτια σου με βαραίνουν.
-Από το στέκι σε ξέρω τελικά.
-Είδες που σου είπα ότι όλοι γνωστοί είμαστε εδώ; Και για πες μου τώρα δυο πράγματα.
-Βαζελίνη θα μας δώσει ο Χρήστος που μένει δίπλα. Έλα ξεκουνηθείτε πάμε.
-Γιατί τέτοιο χρώμα στα μαλλιά σου;
-Ρε συ κάτσε να έρθουν και οι υπόλοιποι, θα χαθούμε αν φύγουμε τώρα.
-Σκυφτός στα καφενεία στους δρόμους σκεφτικός
-Και τώρα γράφεις για μένα;
-Μα χθες μες στην πορεία περνούσες γελαστός
-Γιατί μ’ αρέσει. Και για σένα δεν γράφω τώρα αλλά μια μέρα θα γράψω.

Τι ήλιος ήταν αυτός ρε..
posted by sorry_girl @ 11:25 π.μ.   14 comments

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007
Purple
Πεθύμησα ένα ταξίδι. Κάπου που ο χρόνος να περνάει πιο αργά. Ας πούμε στην Ικαρία ή στην Αμοργό. Κι ας μην υπάρχουν ούτε τώρα τα χέρια σου να τα μυρίζω μετά την Θάλασσα. Ησυχία μόνο, λίγη ησυχία. Άκου.. ήθελα να ξέρεις πως το ταξίδι φτάνει στο τέλος του. Δέκα χρόνια μετά, εκπνέει ασθματικά και όπου να ‘ναι θα καθοριστεί η ώρα θανάτου. Πόσα χρόνια; Δέκα. Απίστευτο. Και τελικά ποιο ήταν το μυστικό; Αράδες γραμμένες και εκτεθειμένες. Η θεραπεία ήταν ακριβή αλλά θα μου πεις ποια δεν είναι; Και τώρα που τελειώσαν τα φράγκα, τελειώσαν και τα λόγια. Παράξενο δεν είναι; Καμιά φορά βγαίνει ένα δυνατό γέλιο που έχει και ηχώ. Και καθώς ξεβάφει, χάνεται και ο συνειρμός. “Γιατί γελάς; Κάτι θυμήθηκα”.
Ούτε για τα διόδια δεν κράτησα. Δεν με νοιάζει, θα πάρω το γνωστό σακίδιο που με συντροφεύει χωρίς να σκίζεται όσο κι αν παλιώνει. Και θα βγω στον δρόμο. Η παρέα που λέγαμε.. η παρέα. Αυτή θα είναι. Όρθια ξανά. Να σε δω ξανά χωρίς όρια. Δεν πειράζει φιλαράκι, κρατάω από σένα άκρες κακοκομμένες από μαύρες μπούκλες, τζιβάνες καπνισμένες και ποτήρια ιδρωμένα στο αλκοόλ. Και σελίδες ποιημάτων που ήταν σαν να τα έγραφε ένας, θυμάσαι;
Μου στείλανε τσίπουρα από τον Όλυμπο γιατί λέει την άλλη φορά με ξεχάσανε. “Tο ξεχάσαμε το κοριτσάκι μας”. Και μόνο να χαμογελάσω τους φτάνει.
Εσένα γιατί δεν σου αρκούσε ποτέ αυτό;
Μόνο στην άκρη των χειλιών, η γεύση του καπνού είναι λίγο στυφή. Και να δεις που δεν τον νοιάζει. Τι παράξενο ρε φιλαράκι. Τι παράξενα όντα που είμαστε. Βλέπουμε έναν άνθρωπο σκυμμένο, με καψαλισμένα δάχτυλα και δεν μας πειράζει το μαύρο της φωτιάς του. Καταφέρνουμε να το ξεπεράσουμε, να τον αγκαλιάσουμε, να τον ξαπλώσουμε πάνω μας, κάτω μας, μα ποτέ δεν κοιμόμαστε μαζί του. Εκεί μάλλον θυμόμαστε πως η φωτιά ποτέ δεν σβήνει τελείως και μυρίζει άσχημα μετά.
Να ρίξω μια στο κεφάλι του χρόνου λοιπόν. Να με δει και να τρομάξει. Να μαζευτεί.
Διαβάζω κάτι όμορφα πράγματα τις τελευταίες μέρες. Και με κάνουν να πιστεύω πως ίσως τελικά να μπορούμε να επικοινωνήσουμε και με τα χέρια και τα μάτια. Αν μας καταργούσαν την γλώσσα. Έτσι κι αλλιώς κι αυτή έχει μαζευτεί στη γωνιά της και περιμένει τον ιατροδικαστή.
Άσε με να σε πάω μια βόλτα σε εκείνα τα δρομάκια στα Θολάρια. Να σου δείξω τους βράχους στο Πριόνι. Δίπλα στον Άγιο είναι, στο λιμάνι. Και να σε φωτογραφήσω την πιο μπλε ώρα, χωρίς τα ρούχα σου, χωρίς τα όριά σου.
Με βλέπεις; Έχω γείρει το κεφάλι στο πλάι, σου κάνω ένα νάζι και απλώνω τα χέρια..


Come lay with me
and I would surely stay
posted by sorry_girl @ 10:47 π.μ.   28 comments

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007
Stay



Stay and help me to end the day.And if you don't mind,we'll break a bottle of wine.Stick around and maybe we'll put one down.Because I wanna find what lies behind those eyes.Midnight blue burning gold.A yellow moon is growing cold.I rise, looking through my morning eyes.Surprised to find you by my side.Rack my brain to try to remember your name.To find the words to tell you goodbye.Morning dues.Newborn day.Midnight blue turn to gray.Midnight blue burning gold.A yellow moon is growing cold.




Μπουκόφσκι και Pink Floyd.




Μ' έπιασε η άνοιξη και μου φέρνει τα μέσα έξω.
posted by sorry_girl @ 2:05 μ.μ.   22 comments

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2007
"But hidden in his coat is a red right hand"
Μέσα βαθιά και χαμηλά μου. Έχω ένα σκοτάδι λίγο μπλε. Και πώς να στο δείξω και πώς να ντραπώ γι’ αυτό; Το νιώθω κάθε που μ’ αγγίζεις στο στόμα πως αγριεύει. Και θέλω να στο πω να προσέχεις, να μην αφεθείς μα δεν ξέρω πως. Κι από την άλλη δεν θέλω. Να το δαμάσεις το σκοτάδι μου, μπορείς; Να μ’ έχεις στα γόνατα, να σ’ έχω όρθιο μπορείς;
Την τρέλα που σαλεύει πίσω από τους αγκώνες μου όταν σε σπρώχνω, το αίμα που σέρνει υγρά φιλιά στους μηρούς μου κάθε που σ’ αφήνω. Μπορείς να γευτείς; Να καταλάβεις μπορείς; Μέσα βαθιά και χαμηλά μου. Να μπεις.
Όχι δεν είναι. Η μόνη αμαρτία αυτή. Και η αμαρτία σαν αστοχία εννοώ. Αστοχείς; Σε συγχωρώ να αστοχείς; Μάλλον όχι. Βάλε μου άλλο ένα ποτό τώρα. Και άσε με να σε κοιτάζω απλά. Να σε στολίζω με τα καλά σου.Το καινούριο σου κεφάλι. Ποιές θάλασσες στεγνώνουν εκεί;
Γλυστράω. Εύκολα. Στο σκοτάδι μου. Το ξέρω, μου είναι γνώριμο. Με κούρασε το χρώμα. Θέλω πάλι να γίνουν όλα οικεία. Κόκκινο και μαύρο. Το πολύ.
Έπιασες το κεφάλι μου, το κράτησες γερά.
-Γιατί θέλεις πάντα να φεύγεις;
Δεν είχα φωνή ικανή, δυνατή να σου πει, να σε ειδοποιήσει. Πως μέσα μου έχω ένα σκοτάδι βαθύ, λίγο μπλε. Μέσα, βαθιά και χαμηλά μου.



Αύριο Τρίτη, στους Χάρτες των Εξαρχείων, έχει αφιέρωμα στον Cave.
posted by sorry_girl @ 4:56 μ.μ.   23 comments

"Πως θα βγώ στην συναυλία;"
09.30
Κορμιά στριμωγμένα και ζέστη. Τα μπουφάν βαραίνουν απίστευτα στα χέρια, τα λουριά της τσάντας την κόβουν στους ώμους. Ιδρώτας σαν να ‘ναι καλοκαίρι. Η συναυλία αργεί να ξεκινήσει. Πιάνει περαστικές μυρωδιές από κόσμο που στριφογυρνάει ανάμεσα σε κάποια ελεύθερα εκατοστά. Μα που πάνε αναρωτιέται από μέσα της. Από έξω της χαμογελάει απλά στα αγγίγματά τους. Ήρθε μόνη, αλλά ξέρει. Σκέφτεται τα μόνιμα άγχη της. Εμμονές. Αν θα πάει τουαλέτα με το πλήθος να την κόβει στη μέση του δρόμου, αν θα ελέγξουν εισιτήρια που έχει έναν εκνευριστικό τρόπο να χάνει την κρίσιμη στιγμή, αν έπρεπε να φορέσει αμάνικο φανελάκι, αν θα έχει μαζί κάτι να κρατήσει τα μαλλιά ψηλά, να δροσίσει τον ιδρωμένο της αυχένα. Στέκεται ακίνητη. Κλείνει τα μάτια και χάνει την αίσθηση του προσανατολισμού. Τώρα πιάνει περαστικές κουβέντες από γύρω. Ξανανοίγει μάτια. Δεν άκουσε κάτι. Η συναυλία αργεί, η τέντα από πάνω τους κυματίζει σαν να είναι σε λεωφόρο και να βλέπει την άσφαλτο να τρεμοπαίζει, Αύγουστος. Ψάχνει τον καπνό της, ποτέ δεν στρίβει από πριν τσιγάρα. Θα έπρεπε να είχε πάρει νερό.
10.15
Τραγουδάει πιο δυνατά, δεν την νοιάζουν τα φάλτσα, κλείνει τα μάτια στις πιο ψηλές νότες. Χορεύει μαζί με τον διπλανό της, η κοπέλα που τον συντροφεύει την ρώτησε μήπως την ενοχλεί και της γέλασε. Ήθελε να της πει ότι είναι τυχερή που είναι μαζί της ένα τόσο χαρωπό παιδί. Δεν την βαραίνει, πιάνει και την κοπέλα από το χέρι και χορεύουν οι τρεις τους σε κύκλο, μεγαλώνουν, υψώνονται, φωνάζουν γελώντας. Δεν ψάχνει για τσιγάρο πια, έχουν οι δίπλα, την κερνάνε και είναι μία ψυχή. Δεν της λείπει πια, δεν θέλει να του τραγουδήσει στ’ αυτί, όπως τότε. Διώχνει την εικόνα του να σκύβει για να την ακούει καλύτερα όπως του ‘λεγε “ποτέ δεν θα το μάαθεις” ή πιο αργά “πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου”, πως μύριζε ο λαιμός του στην ρίζα του, διώχνει την εικόνα του, πάει έφυγε, δυο τζούρες και εξατμίστηκε.
11.40
Το πλήθος είναι κοντά στην τέντα, είναι πράσινη η τέντα και πια το ζευγάρι δίπλα της έχει αγκαλιαστεί, σε έναν κόσμο όσο από τα πόδια της στη μέση της. Χαμογελάει και τώρα καπνίζει μόνη, όχι δεν συγκινείται πια. Ξέρει το προσωρινό του μέτρου αυτού του κόσμου. Πιάνει ένα μπουκάλι που κάνει βόλτες σε τρεις παρέες και συμμετέχει στο ταξίδι. Τραγουδάει σιγότερα μα πιο εσωτερικά. Δεν ακούει την φωνή της, ξέρει πως υπάρχει κάπου εκεί κοντά. Χρώματα, χρώματα απολήξεις κόκκινου στο μαύρο και το κόκκινο πληθαίνει. Δεν είναι οργή, δεν είναι θλίψη, ούτε καν δείγματα πίκρας. Και μια απάθεια θα ξεπεραστεί άμεσα. Ένα χέρι την αγγίζει στο πλευρό. Στρέφει και βλέπει. “O Χ. είμαι με θυμάσαι;” Ήθελε να του πει όχι, δεν σε ξέρω μα του χαμογέλασε μεθυσμένα. Την τράβηξε από την μέση και μια αγκαλιά την έκλεισε. “Xρόνια, χρόνια έχω να σε δω Μαρία”. Δυο χείλια προσγειώνονται στην κορυφή του κεφαλιού της, δυσφορεί από το απόλυτο της ιδιοκτησίας. “Δε με λένε έτσι”, του λέει λίγο απότομα. Ίσως θα ‘πρεπε να του πει δε με λένε πια, έτσι. “Mα πως Μαρία σε φώναζε πάντα”. “ Μαρία με έλεγε μόνο όταν μου θύμωνε”, του είπε με έναν σκληρό ψίθυρο και τον έσπρωξε απότομα. Γιατί ήρθε κοντά της ποιος ήτανε; Ήθελε να είναι μόνη, είχε διώξει όλες τις εικόνες, δεν θυμόταν πια, ποιος ήταν αυτός που βίασε έτσι τον χώρο της; Αυτόν τον χώρο , όσο από τα πόδια της στην μέση της. Απομακρύνθηκε και τον είδε να την κοιτάει όπως ο σκύλος της όταν ήταν μικρή και τον μάλωνε και η μάνα της της φώναζε “τον έμαθες να κάνει ότι θέλει Μαρία, τώρα να δω πως θα τον αλλάξεις” . Το πλήθος αραίωνε όσο έφτανε στην είσοδο, στο στόμα της πράσινης τέντας και πια εκεί έξω ήταν μαύρο.
12.15
Τα πέτρινα πεζούλια ήταν γεμάτα κόσμο. Πιο κει πρασινάδα και υγρό χώμα. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και συγκρατούσε τα χέρια σφιχτά δεμένα στο στομάχι. Ανάσες και απώθηση, γέννα και ανακούφιση.
12.35
Χαμόγελο πικρό, μισό μα χαμόγελο. Ανακάθισε και κοίταξε γύρω. Όπως τότε στο σταθμό μετά την άλλη συναυλία. Αγόρια, κορίτσια και ένας μπαμπάς με την κόρη του “έλα να πάμε με τα πόδια σπίτι, όμορφα δεν ήταν κοριτσάκι μου, ε Μαρία μου;”
12.37
Κάθεται εκεί στην ίδια θέση και χαζεύει. Ίσως να αλληθωρίζει κιόλας λίγο. Όμως η νύχτα είναι λίγο ζεστή και τώρα χαίρεται που δεν έβαλε αμάνικο. Της έχει μείνει μισό τσιγάρο. Το βάζει μπρος και συνάμα σιγοτραγουδάει. “Κι άθελά μου με τραβάς αλλού, βροχή μου..” Ο ουρανός της κάνει το χατήρι. Και πέφτουν μερικές χοντρές, ζεστές σταγόνες. Τα σύννεφα μαυρίζουν κάπου προς την δύση. Ο κόσμος βιάζεται, στριμώχνεται σε δυο και τέσσερις ρόδες. Εκείνη όμως μένει στην ίδια θέση. Δυναμώνει φωνή, ζορίζει λίγο το στομάχι της και την πιάνει ένα τρελό γέλιο. Κάποιος ξαπλώνει δίπλα της. Τον κοιτάει λοξά στην αρχή χωρίς να σταματήσει το τραγουδάκι. Τον βλέπει να χαμογελάει. Άνετος, παραδομένος, της κάνει παρέα στο τραγούδι. Χαμογελάει. Εκείνος χαμογελάει. Πως μπορεί να χαμογελάει έτσι στο άγνωστο; Το σκέφτεται λίγο και ξαπλώνει κι αυτή δίπλα του.
Στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού, ένας άντρας έχει βγει να καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Βλέπει από τα κάγκελα την αλάνα να αδειάζει από τον κόσμο. Η βροχή αραιή τους έχει διαλύσει πιο νωρίς από συνήθως. Συγκεντρώνει το βλέμμα του σε δυο κορμιά που είναι ξαπλωμένα στην νοτισμένη πρασινάδα. “Πιτσιρίκια ”, γελάει. Τους κοιτάει καλύτερα. Μα είναι ένα ή δύο;
01.02
Είναι σιωπηλοί. Του δίνει τελευταίες τζούρες. Παρατηρεί τα δάχτυλά του να σπρώχνουν το τσιγάρο στο χώμα και μετά να το ρίχνουν στην αριστερή του τσέπη. Σηκώνεται και της δίνει το χέρι του. “Έλα πάμε, είναι αργά.” Τινάζει τα πόδια του να ξεμουδιάσουν. Σηκώνεται κι αυτή. Της σηκώνει τα μαλλιά ψηλά. Απλώνει τα χέρια του στην πλάτη της.
-Πώς σε λένε;
-Μαρία.
-Όμορφο όνομα, Μαρία.
-Ναι. Κι εμένα μ’ αρέσει.
Ο άντρας από την διπλανή ταράτσα, έχει πια σιγουρευτεί. Βλέπει δύο, απλά μπερδεύονται οι σκιές τους.
posted by sorry_girl @ 9:49 π.μ.   17 comments

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007
Would you join me?
Μ’ ένα κεφάλι κάπως βαρύ, κάπως θολό, κάπως αδύναμα εστιασμένο. Ξεκινάω στον ίδιο δρόμο κι όμως κάθε φορά φαίνεται σαν καινούριος. Αρνήθηκα νερά και βοηθήματα. Εγκαταλείπομαι στην ίδια θέση πάνω από τις ρόδες. Κι ας μυρίζει άσχημα η μηχανή. Την έχω μάθει πια και δεν με ορίζει η δύναμή της. Να, κι αν θέλω θα εκτιναχθώ, ψηλά. Μη με κρατάς σου λέω το νιώθω πως με βαραίνει αυτή σου η προσπάθεια. Ποτέ δεν κατάλαβα πως τραβώντας ψήλωνες. Δεν είχα μάθει έτσι ξέρεις.
Αυτή η σκόνη δεν είναι σαν τις άλλες. Σκύβω και την ανακατεύω με τα δάχτυλά μου. Είμαι ο ειδικός ερευνητής που καταφθάνει μετά τα ειδεχθή εγκλήματα στον τόπο τους. Και μυρίζει τον χώρο να πιάσει την εικόνα τους σαν φιλμάκι ασπρόμαυρο, κομμένο. Τι να έγινε εδώ άραγε; Πως κατέληξε το ένα κορμί διπλωμένο και το άλλο καθιστό; Γιατί να είναι έτσι σκόρπιες οι ρανίδες στους τοίχους και τι δουλειά έχει αυτή η σκόνη στα έπιπλα; Παράξενη σκόνη αλλιώτικη. Σκύβω στο αριστερό μου πόδι και ο αστράγαλος τρίζει. Επώδυνο αυτό, χμμ. Την φέρνω κοντά, την μυρίζω. Έχει κολλήσει κόκκους στις άκρες των δαχτύλων μου. Δεν φοράω γάντια ποτέ, κάθε ειδικός ερευνητής που σέβεται το μυαλό του, έτσι κάνει. Να νιώσω την αίσθηση του κρίματος. Μα τι να έγινε αλήθεια; Ψάχνω τον χώρο, μα δεν έχει τίποτα πέρα από κάτι τσαλακωμένα χαρτιά. Ούτε ένα όπλο έτσι για κάθαρση.
Οπότε τι έχουμε; Ούτε αίτιο, ούτε αιτιατό.
Κάτι έχουμε όμως.
Χρόνο.
Ε ψυχή μου;

Πες μου κάτι να χαμογελάσω. Λίγο. Σαν να ήμασταν στο ίδιο μπαρ, καθισμένοι αντικρυστά στα ψηλά σκαμπό. Τι θα μου έλεγες για να σου χαμογελάσω; Έλα. Ξέρεις ότι σπάνια ζητιανεύω αγκαλιές. Και τώρα ζητιανεύω λόγια. Έλα, πες μου..
posted by sorry_girl @ 2:24 μ.μ.   12 comments

© 2006 ..Εννιά με δύο.. | Blogger Templates by Gecko & Fly.
No part of the content or the blog may be reproduced without permission.
Learn how to Make Money Online at GeckoandFly
First Aid and Health Information at Medical Health

 
 
eXTReMe Tracker

Web This Blog
About Me


Name: Sorry girl
Home: Athens, Greece
About Me: "Δεν την πιστεύω απ'το Άργος τη γενιά σας , Λίβυες μοιάζετε δεν μοιάζετε ντόπιες , ο Νείλος μόνο θα έβγαζε παρόμοιες . Ή μοιάζετε με Κύπρισσες που χάραξε καλός τεχνίτης . Ή με Ινδές , στα σύνορα της Αραπιάς , όπως ακούω - που σελώνουν για αλόγατα καμήλες . Κι αν είχατε τόξα θα σας παρομοίαζα με τις αβάτευτες και αντροφόνες Αμαζόνες." Αισχύλου "Ικέτιδες"
See my complete profile

Previous Post
Archives
Links
Ιστορίες της πόλης. Που είναι όμορφη μόνο τα βράδια.