..::Don't you love her madly?::..
Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006 |
Της Μ. |
Παιδικές παρέες… παρέες όταν είσαι παιδί ακόμα – στα 8 με 10 είναι πολύ μεγάλες ακόμα. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς μαζί αγόρια – κορίτσια .Παιδιά που τα αφήνουν οι γονείς τους να γυρνάνε στους δρόμους μέχρι το βράδυ το καλοκαίρι. Μέχρι να νυχτώσει είναι ασφαλή να γυρνάνε. Μα μόλις πάει εννιά , όλα μαζεύονται σπίτια τους να κάνουν μπάνιο , να φάνε και να πέσουν νωρίς στο κρεβάτι , με τα πόδια τους κομμένα από το τρεχαλητό όλης της μέρας.Νωρίς - νωρίς για ύπνο λοιπόν , ίσως με μια φέτα καρπούζι αντί για γλυκό. Την άλλη μέρα θα έχει πάλι παιχνίδι. Ποδήλατο μέχρι που ν’ανέβει ο ήλιος πολύ και μετά στο μικρό δάσος που είναι ανάμεσα στα σπίτια σας. Έχετε φτιάξει ένα σπιτάκι μέσα σ’ αυτό το δάσος που είναι στα μέτρα σας . Μπήκατε σ’ όλα τα μικρά σπίτια των φυματικών, που μόλις οι θλιβερά μόνοι εξαιτίας της αρρώστιας τους κοιμήθηκαν ύπνο αιώνιο , ερήμωσαν. Συγγενείς δεν εμφανίστηκαν να διεκδικήσουν την περιουσία…Ίσως βέβαια να μη θεωρούνταν και θησαυρός για εκείνους όπως ήταν για εσάς. Στα μάτια σας , μέσα εκεί είχε ό,τι επιθυμούσατε : κουζινίτσες , πιάτα,ποτήρια , κατσαρόλες και τραπεζομάντηλα. Ό,τι έλειπε λοιπόν για να φτιάξετε το σπιτάκι σας . Στο μικρό πλάτωμα του δάσους που έχει φυσικά φτιαγμένους χώρους : τραπεζαρία , κρεβατοκάμαρα κάτω από τα δέντρα και κουζίνα για να φτιάχνετε ντολμάδες με λάσπη και φύλλα. Μετά το φαγητό , που η μάνα με το ζόρι σας μπούκωνε , αμολιόσασταν πάλι στο δάσος και παίζατε στο σπιτάκι . Τα κοριτσάκια , γιατί τα αγοράκια κάνανε τους κακούς και τους παράνομους και σας πέταγαν πέτρες , με φροντίδα όμως γιανα μη σας χτυπήσουν κιόλας…
Είναι παράξενο , μα ποτέ δεν παίξατε μέσα σε εγκαταλειμμένο σπίτι . Μια ανάσα βαριά είχαν οι χώροι και έμοιαζαν όλοι τόσο μεταξύ τους . Μαυρισμένες εικόνες αγίων και παρουσίες σβησμένες αλλά σαν να ακούγατε ακόμα πόνο εκεί μέσα γι ‘ αυτό βγαίνατε γρήγορα από εκεί . Μεταξύ σας λέγατε ο,τι τρέχατε να φύγετε γιατί μπορούσε να πέσει η σκεπή όμως το ξέρατε πως δεν ήταν αυτό.
Κάποια απογεύματα καθόσασταν όλα τα κοριτσάκια μαζί , όταν τα αγόρια έπαιζαν πόλεμο κι εσείς βαριόσασταν να κάνετε τις νοσοκόμες και τραγουδούσατε. Ποτέ δεν είδατε τη γειτόνισσα απέναντι να σας ακούει γερμένη στην πόρτα της αυλής της και να σκουπίζει που και που αφηρημένα τα μάτια της . Μια γυναίκα που λίγο την φοβόσασταν και τον άντρα της επίσης . Μα ο άντρας της είχε μακριά μαλλιά και μούσια και εκείνη ήταν στεγνή και μαζεμένη, σχεδόν αποστεωμένη με βαθιές ρυτίδες που δεν ήταν της ηλικίας της. Μια γυναίκα που δεν είχε δικά της παιδιά μόνο 2-3 σκυλιά που τα χάιδευε όλη μέρα . Κι ένας άντρας που τραγουδούσε δυνατά μαζί σας για να σας πειράζει κι εσείς σωπαίνατε απότομα γιατί σας ακούνε « ησυχία πιά « φοβόσασταν οτι θα σας έλεγε. Μα εκείνος λαχταρούσε μόνο να παίξει. Είχε μια παλιά BSA μηχανή και ένα αυτοκίνητο – αντίκα που ξέρατε ότι το νοίκιαζε για να γυρνάνε ταινίες στο σινεμά . Κοίταζε πάντα τη γυναίκα του μέσα στα μάτια και τα βράδια που γύρναγε από τη δουλειά , έφερνε μαζί του φίλους και ψήνανε μπριζόλες και πίνανε μπύρες και τους άκουγες από το ανοιχτό σου παράθυρο μέσα στη νύχτα να γελάνε και να τραγουδάνε πότε ρεμπέτικα και πότε κάτι άλλα ξένα . Χρόνια αργότερα σε κάποιο σκοτεινό μπαρ των φοιτητικών σου χρόνων άκουσες ένα τραγούδι που καπου έλεγε afraid to shoot strangers και σου ήρθαν στο μυαλό όλα αυτά .Γύρισες πίσω σαν να περίμενες να δείς καποιο παιδί του τότε και να του πείς ότι κατάλαβες τι τραγούδια ήταν αυτά τα ξένα μα δεν ήταν κανένας εκεί , έτσι λοιπόν χαμογέλασες λίγο θλιμμένα και το επόμενο σφηνάκι τζακ- αμαρέττο το ήπιες στην υγειά εκείνου του ζευγαριού που τελικά ζήλευες για την εύθραυστη και δυνατή συνάμα ευτυχία τους που κανένα μωρό δεν ακροβόλιζε.. Κι άρα τι χάνανε τι κερδίζανε δε σου ηταν εύκολο να πεις.
Θυμάσαι τα πρωινά που κάνατε αγώνες με τα ποδήλατα ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά από τους σωρούς το χώμα της οικοδομής. Ήταν το σημάδι στο αριστερό σου γόνατο και λίγο πιο πάνω το σημάδι από τότε που μάθαινες πατίνια και σε βρήκανε από τις φωνές και το υστερικό γέλιο κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Θυμάσαι το σκύλο σου που κάποτε χάθηκε στα χιόνια κι όταν τον βρήκατε μετά από μέρες και σε φωνάζαν οι γονείς σου τρελοί από χαρά να κατέβεις να τον δείς που είχες πλαντάξει στο κλάμα τόσες μέρες , το σκυλί δάκρυσε στα πόδια σου. Θυμάσαι την οικοδομή που υψώθηκε στη θέση του ξέφωτου που είχατε στήσει στο δάσος . Αυτό ήταν και το τέλος της παιδικής σου ηλικίας. Το ίδιο εκείνο καλοκαίρι που εργάτες ξηλώσαν τα παιχνίδια σας από το δασάκι , έμαθες και πώς γίνονται τα παιδιά. Στο είπε εκείνη η φίλη σου που είχε δει τη μάνα της και τον εραστή της να το κάνουνε . Ήταν 11 κι ήσουν 10 χρονών και το άκουσες με αδιαφορία μια που ακόμα δεν το είχες σκεφτεί ούτε πολυκατάλαβες τι εννούσε.
Το επόμενο καλοκαίρι ήταν που τα κορίτσια και τα αγόρια της γειτονιάς δεν παίζατε πια όπως παλιά . Κάτι μυστήρια βλέμματα και κρυφά γέλια που αδυνατούσανε να πιάσουν το στόχο κι όμως νομίζαν ότι πλησιάζανε . Τα απογεύματα άκουγες από το ανοιχτό σου παράθυρο ακκορντεόν . Την ίδια εκείνη μελωδία ξανά και ξανά και κάθε φορά σου σφιγγότανε κάτι στην ψυχή. Το πιάνο σου ήθελε κούρδισμα αλλά δεν το φανέρωνες στη μάνα σου γιατί ο ήχος του σ’ άρεσε έτσι παραμορφωμένος . Η τελευταία τρέλα που θύμιζε παιδική ηλικία ήταν να πετάτε χώμα σε περαστικά αμάξια ότι τάχα ήταν χιόνι και χιονόμπαλες . Απ’ όλα τα αμάξια που πέρασαν μόνο ένα σταμάτησε και κατέβηκε ένας να σας δείρει. Τρομάξατε γιατί τότε συνειδητοποιήσατε ότι κάνατε βλακείες . Ο πατέρας σου βγήκε στο δρόμο και σε μάζεψε στο σπίτι . Για τιμωρία σε έβαλε να διαβάσεις μαθηματικά γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για να σε μαλώσει κι η μάνα σου έλειπε. Θα της το έλεγε το βράδυ για να σε δείρει εκείνη.
Ανοίξανε τα σχολεία κι όλα πήρανε άλλο ρυθμό . Στ ‘ αγγλικά ήσουν με πολύ μεγαλύτερα παιδιά κι όλα είχανε πολύ πλάκα. Κάνανε πράγματα που εσύ δεν έκανες γιατί ήσουν φρόνιμο και μελετηρό παιδί αλλά κάτι μέσα σου απελευθερωνόταν και για λίγο έμπαινε στη θέση του. Πήρες πρώτη φορά κακό βαθμό στο σχολείο και έκανες δυο μέρες να το ξεπεράσεις . Μόνο βιβλία ήθελες για δώρο και τις κούκλες σου τις είχες πια στο πατάρι . Εξάλλου ποτέ δε σου αρέσαν ιδιαίτερα .Τα άλλα κορίτσια έπαιζαν βαρετά .Όλο τσάγια και μωρά . Εσύ ήθελες να κάνετε εκδρομές και πάρτυ και έβαζες τη Μπάρμπι σου να οδηγεί εκείνη αντί για τον Κεν και οι υπόλοιπες σε κοιτάζαν περιφρονητικά προστατευμένες μέσα στο σύνολο που σχημάτιζαν .Κάτι πονούσε όταν έβλεπες ότι καμιά δε συμφωνούσε αλλά το πήρες τελικά απόφαση και το ξέχασες.
Λίγο μετά στα παιδικά πάρτυ μπήκε το σλόου . Έτσι το λέγατε όλοι και το χορέυατε περιπαθώς αγκαλιά αφού ο στόχος ήταν πιο κοντά. Σπάνια σε ζήταγαν για χορό κι έτσι το ζήταγες εσύ . Μια φορά που κάποιος έριξε την ιδέα να σβήσετε τα φώτα για να μη χορεύουν όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι έβαλες σημάδι το ρολόι που φωσφόριζε ενός συμμαθητή σου που πολύ σου άρεσε αλλά ήξερες ότι εκείνος ούτε που το είχε σκεφτεί ποτέ και έπεφτες συνέχεια δήθεν τυχαία πάνω του .Αργότερα κατάλαβες ότι μάλλον τελικά κι εκείνος το σκεφτότανε απλά ποτέ δεν το είπε. Ήταν πολύ αδύνατος , ο καλύτερος στο τρέξιμο και στο κρυφτό και καλός μαθητής και τον θαύμαζες και καθότανε πάντα πίσω σου στην τάξη . ΄Εφυγε από το σχολείο την επόμενη χρονιά και τον είδες μετά από πολλά χρόνια που τίποτα πάνω του δεν ήταν το ίδιο κι όμως τον αναγνώρισες αμέσως . Σου χαμογέλασε μόλις σε θυμήθηκε μα κάτι πάνω του ήταν περίεργο και μόλις απομακρύνθηκε με το φίλο του , το κατάλαβες. Πιαστήκανε από το χέρι μόλις νομίσαν ότι δεν τους έβλεπες και χαμογέλασες θλιμμένα για το ανεκπλήρωτο.
Την επόμενη χρονιά εγκατέλειψες το πιάνο οριστικά , είδες το πρώτο αίμα σου οριστικά- και τα δύο με αφόρητους πόνους. Και ερωτεύτηκες…Δυνατά και όσο πιο οδυνηρά γίνεται. Ο Μάνος ήταν ο πιο όμορφος όλου του σχολείου και το καλύτερο ήταν ότι μόνο εσύ το έβλεπες. Σε καμία άλλη δεν άρεσε μα αυτό δε σε ενοχλούσε καθόλου , ήταν μόνο δικός σου .Τα βράδια τον σκεφτόσουν πριν κοιμηθείς και ξυπνούσες με το μαξιλάρι μούσκεμα από τα κλάματα .Ποτέ δεν του είπες τίποτα και για 2 χρόνια τον παρακολουθούσες κρυφά .Πεταγόσουνα τυχαία έξω από το σπίτι του , πήγαινες στους αγώνες που έπαιζε μπάσκετ πάντα μπροστά – μπροστά , χωρίς να τολμήσεις ποτέ να χειροκροτήσεις δυνατά . Είχες γράψει μια κασέτα με τους Guns ‘n Roses που του άρεσαν και την άκουγες όλη μέρα. Είχες γράψει μια κασέτα με το «Σε θέλω» του Βασιλάκη και το άκουγες όλη νύχτα .Εκείνο το «είναι ο αέρας που τα βράδια μου σφυράει , είναι η καρδιά μου που φριχτά σε αγαπάει» ακόμα το ακούς και ανατριχιάζεις . Το βλέμμα σου γίνεται διάφανο και κοιτάει πίσω απόμακρα και θλιμμένα ξανά.
Τότε γνώρισες και το Νικόλα που εσύ τον φώναζες πάντα αλλιώς και που εκείνος σου μίλησε πρώτος στο διάλειμμα γιατί σε άκουσε να τραγουδάς Βασιλάκη . Ήταν ο μόνος που άκουγε Βασιλάκη και αυτός που σου έγραψε την πρώτη κασέτα που δεν είχε μόνο το «Σε θέλω» . Κάνατε παρέα , γελάγατε πολύ και σας κοιτάγανε περίεργα που αυτά που λέγατε ήταν χαζά και μόνο εσείς τα καταλαβαίνατε . Την επόμενη χρονιά πέθανε ο πατέρας του και άλλαξε σχολείο . Τον έχασες για αρκετά χρόνια .Τώρα πια ήσασταν μεγάλοι και όλα ήταν αλλιώς .Οι παιδικές σου φίλες δεν ήταν οι ίδιες . Μόνο που εκείνος και εσύ δεν είχατε αλλάξει και πολύ . Φτιάξατε καινούρια παρέα , βιώσατε τα πρώτα σας μαζί . Τσιγάρα , μαύρα , οργασμούς , καβγάδες άγριους και οριστικούς . Τώρα πια αν βρεθείτε τυχαία στο δρόμο δεν χαμογελάτε απλά κουνάτε το κεφάλι σοβαροί.
Ύστερα άλλαξαν οι εποχές και ήρθε το άγριο λύκειο. Εκδρομές , καταληψεις και οι πρώτες κοπάνες . Εξάωρες για να προλάβετε να πάτε Εξάρχεια , Πλάκα και πίσω. Η μάνα σου σε κυνήγαγε για να διαβάσεις μα εσύ δεν μπορούσες να μαζέψεις το μυαλό σου .Τίποτα πια δεν ήταν ίδιο και ήρθαν οι μέρες που θα σε πυροβολήσουν στον κρόταφο .Οι πρώτες σοβαρές σκέψεις πάντα αντίθετες έτσι για πλάκα. Η παρέα ονομάστηκε καταραμένη , ο Νικόλας ήταν ακόμα εκεί , μόνο που τώρα υπήρχε μια Αννα δορυφόρος και ένας Κώστας που νομίζατε ότι θα κάνουν τη διαφορά . Το πρώτο μεθύσι με Blue curracao και να κλαίς στο πάτωμα . «πάταγα εγώ στραβός μες στα νερά κι εσύ κοντά μου» ή «τόσο πολύ σ’ αγάπησα κυρά που άκουγα διπλά τα βήματά μου» κι ο Νικόλας να σου γράφει γράμματα που μετά τα έσκιζε να σου λέει «υπάρχω» κι εσύ να πατάς μονίμως τις λακκούβες. Έφυγε το καλοκαίρι , ήρθε φθινόπωρο και μαζί η αλλαγή . Διακοπές σ’ ένα νησί που δεν το πιάνει το μάτι σου , πρώτη φορά που δεν πας στο χωριό και για χρόνια μετά αναρωτιέσαι πως θα ήταν αν τελικά είχες πάει…
Η πρώτη εικόνα στον Πειραιά η τελευταία 7 χρόνια μετά στην Πάτρα. Τίποτα άλλο.
Σαρώθηκε ο Νικόλας , σαρώθηκαν οι καταραμένοι . Η τελευταία καλή βραδιά ήταν που έφερε κάποιος καπνό από την Ξάνθη . Μετά κενό .
‘Αρχισαν τα μπαρ. Το σχολείο τελείωσε . Η σχολή ήταν ένα χρόνο μακριά .Τα γραπτά σου αποτυχία. Η ζωή σου στροβιλίζεται .
συνεχίζεται μάλλον... |
posted by sorry_girl @ 10:35 π.μ. |
|
3 Comments: |
-
Κάποιος είχε πει "η ζωή προχωράει χωρίς να κοιτάζει την δική σου μελαγχολία" ...
-
καλησπέρα... πολύ προσωπικό και πολύ ωραίο... μου θυμίζει και δικές μου καταστάσεις... να'σαι καλά που μου τις θύμισες...
-
@asfyxia: αλήθεια μα δεν ξέρω για πόσο ακόμα δεν θα την κοιτάζω εγώ.Η Μ. της ιστορίας σίγουρα δεν την κοιτάζει. @yiorgos: απλά σ'ευχαριστώ
|
|
<< Home |
|
|
|
..Εννιά με δύο.. | Blogger Templates by Gecko & Fly.
No part of the content or the blog may be reproduced without permission.
Learn how to Make Money Online at GeckoandFly
First Aid and Health Information at Medical Health
|
Κάποιος είχε πει "η ζωή προχωράει χωρίς να κοιτάζει την δική σου μελαγχολία" ...